Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μεταφυσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μεταφυσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Ατελής Εντελέχεια



Nicole Oresme, Le livre du Ciel et du Monde, 1377, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, Manuscrits, Fr. 565, fo 69


Αυτάρεσκα το primum mobile διαλογίστηκε πάνω στην τελειότητα, κι επειδή ή τ α ν η τελειότητα, διαλογίστηκε πάνω στον εαυτό Του. Το primum mobile ήταν καθαρός Λόγος και μέσα απ' την καθαρότητα του Λόγου και το Κάλλος Tου διαπίστωσε γρήγορα ότι ήταν εντελές όπως ήταν και δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να δημιουργήσει αιτιάσεις και αιτιατά.

Τότε το primum mobile έπαψε να είναι αίτιο και κινητήρας και το συνεχές του σύμπαντος έλαβε τέλος.

Μαζί χάθηκε κι όλο το κάλλος του πρωταρχικού αιτίου, που δεν είχε πια πάνω σε τι να διαλογιστεί, αφού η τελειότητά Του ήταν τόσο ατελής και η αθανασία του τόσο πολύ εξαρτημένη από αιτιατά, που όμως δε γεννήθηκαν ποτέ, αφού το πρωταρχικό αίτιο είχε τόσην πολλή αυτάρκεια.



πως το κίνητρο έχει ανάγκη αυτό που θα κινήσει, γιατί αλλιώς δεν υφίσταται, έτσι κι ο Θεός έχει ανάγκη το αιτιατό Του.


Ένας Δημιουργός χωρίς δημιούργημα πάσχει από απέραντη μοναξιά και ανία.


Aν ο Άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού, τότε η φυσική τάση του Ανθρώπου θα είναι να θελήσει να πλάσει το Δημιουργό Του και να τον ποιήσει κατ' εικόνα και ομοίωσίν του. Τότε ο Θεός θα γίνει ως Άνθρωπος και με τη σειρά Του θα πλάσει πάλι το Δημιουργό - Δημιούργημά του. Η σχέση Ανθρώπου και Θεού δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη.

Πριν όμως από την ποίηση θεού, ο Άνθρωπος οφείλει να πλάσει το στερέωμα, αλλιώς θα πάσχει κι αυτός με τη σειρά Του από μοναξιά κι ανία.

Kαι η πρώτη βέβαια δουλειά του Ανθρώπου θα είναι να φτιάξει τον Ουρανό και τη Γη, που πριν θα είναι αόρατη και ακατασκεύστη και σκότος θα υπάρχει από πάνω της Αβύσσου. Και θα πει ο Άνθρωπος "γεννηθήτω φως". Και θα γίνει φως. Και θα ιδεί ο Άνθρωπος το φως ότι καλόν. Και θα διαχωρίσει ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους.


Tη δε έκτη ημέρα θα ειπεί ο Άνθρωπος: "Ποιήσωμεν θεόν κατ' εικόνα ημετέρα και ομοίωσιν". Και κατ' εικόνα Ανθρώπου θα ποιήσει αυτόν. Και θα ποιήσει άρσεν και θήλυ αυτούς. Και θα ευλογήσει ο Άνθρωπος τους θεούς λέγων: "Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη Γην και τον Ουρανόν και άρχετε επί πάσης της Γης και πάντων των Ουρανών.



"1 ΚΑΙ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. 2 ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο."

Γένεσις ΣΤ, 1-2




© Ελένη Καλλιανέζου ~☺~ Vejen 22-23 Απριλίου 2009

buzz it!

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Ευχές – Μαγικά - Ιστορίες απ' την Ιαπωνία και Χάρτινα Καράβια



Ηieronymus Bosch, Ο Τσαρλατάνος (The Conjuror), 1475-1480, Δημοτικό Μουσείο, Saint-Germain-en-Laye


Μαγικά.

Τα μικρά παιδιά διακατέχονται συνήθως απ' την πίστη τους στην παντοδυναμία του μαγικού. Η αγάπη που τους δίνουν οι γονείς τους ριζώνει βαθειά, είναι αυτό το «αφού βρε εγώ σ' αγαπώ, δεν παθαίνεις τίποτα», που επεκτείνεται στην παιδική δεισιδαιμονία: Περπατώ στο πεζοδρόμιο στις πλάκες, προσέχοντας να μην πατήσω τις γραμμές για να εκπληρωθεί η ευχή μου, όποιος περνά τον αυλόγυρο του εγκαταλελειμένου σπιτιού πεθαίνει γιατί είναι στοιχειωμένο, προστατεύω αυτούς που αγαπώ – αν πάψω να τους αγαπώ, παθαίνουν κακό κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός, που ακόμη και η εποχή μας που στερείται τόσο μαγείας και η φαντασία χλευάζεται δεν κατάφερε να ξεριζώσει.

Επεκτείνεται και στους ενήλικες με τη θρησκευτικότητα, το άναμμα ενός κεριού, το τάμα, τις τεχνικές διαλογισμού, τα τελετουργικά εξαγνισμού, τα φυλαχτάρια και τα γούρια.

Των Φώτων γίνεται ο αγιασμός και φεύγουν τα καλλικαντζάρια που μαγαρίζουν τα γλυκά, σπίτια λιβανίζονται για να ξορκίσουν τον Εξαποδώ, ο γρουσούζης φεύγει αν του ρίξεις πάνω του αλάτι κι ο ανεπιθύμητος δεν ξαναπατά, αν οι νοικοκυρές τοποθετήσουν τη σκούπα ανάποδα, η μαύρη γάτα είναι γρουσουζιά αν είναι ξένη και γούρι αν είναι δική σου, η 13η του μηνός είναι μέρα κακή, τα δίσεχτα έτη θεωρείται κακό να παντρεύεσαι...

Μερικές φορές, ακόμη και ο βαθειά σκεπτικιστής, όταν μια σειρά συμπτώσεων επιβεβαιώσει τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, θ' αρχίσει να φυλάγεται, μόλις δει ότι αυτές τον αγγίζουν.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη σ' ένα σπίτι που έφερε τον αριθμό 13. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στις 13 Ιουλίου 1973. Η μητέρα μου πέθανε Παρασκευή και 13 έτους δίσεκτου, ο πατέρας μου πέθανε φέτος, πάλι έτος δίσεκτο. Η Μικρασιάτισσα γιαγιά πέθανε 29 του Φλεβάρη έτους δίσεκτου, ο Μεσολογγίτης παππούς στις 15 Μάρτη, πάνω στις Ειδούς, ίδια μέρα που δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας το 44 π.Χ.

Το 2000 συμμετείχα σ' ένα διαγωνισμό διηγήματος της Ελευθεροτυπίας και ήμουν μέσα στους 13 που ξεχώρισαν. Το διήγημα μιλούσε για το Φρήντριχ Βίλχελμ Χέρσελ που ανακάλυψε τον πλανήτη Ουρανό στις 13 Μάρτη του 1781 και βγήκε σε βιβλίο μαζί με τα υπόλοιπα διηγήματα και τίτλο 13 Νέοι Συγγραφείς.

Σχεδόν αστείο...



Οριγκάμι – Ευχές – Μια Ιστορία από την Ιαπωνία

Οριγκάμι είναι το καλλιτεχνικό δίπλωμα χαρτιού, τέχνη πανάρχαια της Ιαπωνίας. Τα χάρτινα καράβια και οι σαΐτες των παιδικών μας χρόνων είναι κι αυτές οριγκάμι. Ο σκοπός είναι να φτάξεις γεωμετρικές φόρμες, κατά προτίμηση από ένα μόνο χαρτί, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κόλλα. Μια παλιά γιαπωνέζικη παράδοση λέει πως αν κάποιος φτιάξει 1000 οριγκάμι και κάνει μια ευχή, τότε η ευχή του πραγματοποιείται.
Χρησιμοποιούνται και στα μαθηματικά στη μελέτη της συμμετρίας.

Η Sadako Sasaki ήταν ένα κορίτσι απ' την Ιαπωνία που γεννήθηκε το 1943 κοντά στη Χιροσίμα και πέθανε το 1955. Διαγνώστηκε ότι έπασχε από λευχαιμία, από τη ραδιενέργεια της βόμβας.

Βάλθηκε λοιπόν να φτιάξει 1000 οριγκάμι με την ευχή να γιατρευτεί. Οι συμμαθητές της στο σχολείο άρχισαν κι αυτοί να φτιάχνουν οριγκάμι για να ξαναβρει η Sadako την υγειά της. Η μικρή πέθανε πριν ολοκληρωθούν τα 1000 οριγκάμι. Ωστόσο, οι συμμαθητές της συνέχισαν να διπλώνουν χαρτιά, τούτη τη φορά για την ειρήνη.

Έμεινε από τότε συνήθειο σχολειά απ' όλο τον κόσμο να στέλνουν στη Χιροσίμα οριγκάμι εις μνήμην του μικρού κοριτσιού στην επέτειο της ρίψης της βόμβας.






Χάρτινες βαρκούλες.

Το καλοκαίρι του 2007 στη Δανία μέσα σε προσωπικά αδιέξοδα βάλθηκα να φτιάχνω κι εγώ οριγκάμι. Χάρτινες βαρκούλες από πολύχρωμα χαρτιά. Μην ξέροντας τι ευχή να βάλω, μιας και όσο προσδιορίζεις αυτά που επιθυμείς, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να τα αποκτήσεις με τα καλά τους – αλλά και τα αρνητικά τους, είπα μόνο μια λέξη: Ελευθερία. Ύστερα δεν έλεγα πια τίποτα. Έφτιαξα 1000 χάρτινες βαρκούλες κι είναι ακόμη στο σπίτι μου στη Δανία σ' ένα καλάθι λυγαριάς.

Ύστερα ήρθε έτος δίσεχτο. Και τώρα πάει να φύγει, αν και ακούγεται ότι το 2009 θα είναι μάλλον δυσοίωνο.

Και μόλις τώρα, προς το τέλος του ανακάλυψα ότι πραγματική ελευθερία είναι να μην επιθυμείς απολύτως τίποτα. Γιατί όσο ο άνθρωπος επιθυμεί, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται στις πεθυμιές του.

Ευχή για το 2009: Καμία. Για να γεμίσει με φως. Γιατί οι πολλές επιθυμίες είναι πολύχρωμες κι όλα τα χρώματα του κόσμου συνθέτουν το μαύρο. Κι αν υπάρξουν στο διάστημα πολλές μαύρες τρύπες, ο χώρος και ο χρόνος θα εγκλωβιστούν. Και δεν κατέχουν πολλοί την τεχνική να βγαίνουν απ' τις μαύρες τρύπες σε παράλληλα σύμπαντα. Οι πραγματικοί μάγοι είναι λιγοστοί κι οι τσαρλατάνοι αυξάνουν.


© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 31 Δεκεμβρίου 2008

buzz it!

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Ιησούς και Το Δέντρο της Μνήμης του Καλού και του Κακού

Το Ρόδι.

Όταν οι κόρες στην Αρχαία Αθήνα παντρεύονταν κι άφηναν την πατρική εστία για να εγκατασταθούν στα σπίτια των συζύγων τους, τις έραιναν με καρπούς της γης: σιτάρι και καρύδια, σύμβολο γονιμότητας.

Τα ίδια υλικά έβαζαν και στον πυραμούντα. Ο πυραμούς, κάτι σαν τα σημερινά κόλλυβα είχε μέσα τους ίδιους καρπούς και μαζί και ρόδι, και προοριζόταν για τα νεκρόδειπνα.

Το πώς σχετίζεται το ρόδι με τον πυραμούντα, το βλέπουμε μέσα απ' τους μύθους της Δήμητρας και της Κόρης. Κάποτε λέει, μια όμορφη κόρη, η Περσεφόνη, η κόρη της θεάς της Γης και των καρπών έπεσε στον έρωτα του θεού του Κάτω Κόσμου. Και την επήρε αυτός γυναίκα κι έγινε η Περσεφόνη η Κυρά του Βασιλείου των Σκιών. Μα έκλαιγε κι οδυρόταν η Δήμητρα κι εζήτησε την κόρη της πίσω κι έτσι όρισε ο Δίας το μισό χρόνο να είναι η κόρη με τη μάνα της στη Γη και τον άλλο μισό στον άντρα της, τον Πλούτωνα. Και χαίρεται η Δήμητρα, όσο έχει μαζί της την αγαπημένη της κόρη κι έχουμε άνοιξη και καλοκαίρι. Κι όσο χρόνο είναι πάλι η Περσεφόνη με τον άντρα της, έχουμε φθινόπωρο και χειμώνα.

Λίγο πριν ανέβει η Περσεφόνη πάνω στη γη, της έδωσε ο Πλούτωνας να φάει ρόδι, για να μην τον λησμονήσει.

Το ρόδι κουβαλά τη μνήμη των σκιών, του φθινοπώρου και του χειμώνα. Επειδή όμως απ' τον ίδιο θεό, τον Πλούτωνα, ετυμολογείται κι ο πλούτος, το φρούτο του είναι σύμβολο διττό: γονιμότητας, ευτυχίας και μνήμης των νεκρών. Κι όπως στη σημερινή εποχή κόλλυβα δε λογίζονται χωρίς ρόδια μέσα, που συμβολίζουν και το αίμα, έτσι και την Πρωτοχρονιά σπάμε στα κατώφλια ρόδια για γούρι, πλούτο κι ευτυχία.




Η Αρπαγή της Περσεφόνης, Bασιλικοί τάφοι Βεργίνας, περί το 350 π.Χ.


Ανέβα μήλο,

κατέβα ρόδι

πόσα θα πιάσω,

πόσα θ' αφήσω;

Κάποια στιγμή, μέσα στο χειμώνα που μας πέρασε, που ήταν για μένα ιδιαίτερα δύσκολος και μοναχικός, μου πέρασε απ' το νου πως μήλο και ρόδι συνδέονται και μεταφυσικά. Γιατί για κάποιον άγνωστο λόγο, το μήλο συνδέθηκε με την πρώτη αμαρτία, τον απαγορευμένο καρπό και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Μάθανε οι άνθρωποι να ξεχωρίζουν το καλό απ' το κακό, το ηδύ απ' το στυφό, τη γύμνια και τον κόπο, να νοιώθουν τον πόνο της γέννας και την απώλεια του θανάτου. Αλλά είχα και την αίσθηση ότι και το ρόδι συνδέεται με τον Τελευταίο Πειρασμό, που ξεπερνά την Καζαντζακική θεώρηση του πειρασμού του Ιησού στο σταυρό, ίσως επηρεασμένη απ' τους μύθους του Πλούτωνα που έδωσε στην Περσεφόνη να φάει ρόδι για να μην τον ξεχάσει.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι όπως ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν μήλο, έτσι κι ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή έφαγαν ρόδι εις ανάμνησιν των σκιών τους και της γονιμότητας που είχαν (ή δεν είχαν) ως ζεύγος.

Μου φαινόταν επίσης απολύτως λογικό, αν το ρόδι είναι ο καρπός του Τελευταίου Πειρασμού, να έχουμε μια αντιστροφή των στοιχειακών: Στους κοσμογονικούς μύθους της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης, το μήλο προσφέρεται απ' το Διάβολο στη Γυναίκα κι εκείνη με τη σειρά της το δίνει στον Άνδρα. Σ' έναν καρπό της τελευταίας αμαρτίας, ίσως θα έπρεπε το ρόδι να προσφέρεται απ' το Θεό τούτη τη φορά στον Άνδρα, κι από τον Άνδρα στη Γυναίκα για να προκύψει και επαναφορά της Αρχικής Τάξεως. Ο Θεός δίνει στον Ιησού ένα ρόδι κι εκείνος με τη σειρά του το προσφέρει στη Μαρία Μαγδαληνή. Κι αν ο Πρώτος Πειρασμός, το μήλο, έδιωξε τους πρώτους ανθρώπους απ' τον Παράδεισο, ίσως ο Τελευταίος Πειρασμός τους δείχνει και πάλι το δρόμο προς την Εδέμ.




Sandro Botticelli, Η Παναγία του Ροδιού (λεπτομέρεια), Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi, π. 1487


Ο Δεύτερος Παράδεισος.

Το Πρώτο Ανδρόγυνο στον Κόσμο ήτανε η Εύα με τον Αδάμ. Μια μέρα φάγανε καρπούς απ' τη μηλίτσα του Θεού που ήταν φυτεμένη καταμεσίς στον Παράδεισο και μάθανε να ξεχωρίζουν το καλό απ' το κακό, το ηδύ απ' το στυφό, το κρύο απ' τη ζέστη, την αιδώ απ' την αναισχυντία, κι αισθάνθηκαν τη γύμνια τους και νοιώσανε τον πόνο της γέννας και την απώλεια του θανάτου. Και τους έδιωξε ο Θεός απ' τον Παράδεισο και γίνανε καλλιεργητές της γης και δάμασαν τη φύση και κάνανε απογόνους πολλούς και το γένος τους κυριάρχησε στη Γη απ' τους Πρώτους Καιρούς.

Μα από την τάξη την παλαιά οι άνθρωποι ξέχασαν να ξεχωρίζουν πια το καλό απ' το κακό, και λησμόνησαν τη γνώση που έφεραν οι προπάτορές τους μέσα τους με την πρώτη αμαρτία. Και διέπραξαν τη δεύτερη αμαρτία: τη λησμονιά της γνώσης του Καλού και του Κακού και κοίμησαν τη συνείδησή τους.

Τότε έστειλε ο Θεός στον Κόσμο το Γιο του για να τους θυμίσει τη γνώση που ξέχασαν. Κι ερωτεύτηκε ο Ιησούς τη Μαρία απ' τα Μάγδαλα και την παντρεύτηκε και κάνανε παιδιά, που θεμελίωναν τη δικιά τους γενιά, τη γενιά των Δεύτερων Καιρών. Ύστερα άνθρωποι πονηροί κι επιλήσμονες σταύρωσαν τον Ιησού και κατέβηκε Εκείνος στον Άδη. Όπως περιδάβαζε στο Κάτω Κάσμο γνωρίζοντας τις σκιές των ανθρώπων της γενιάς του Αδάμ και της Εύας είδε καταμεσίς στον Άδη φυτεμένη μια ροδιά.

-Εδώ μπορείς να μιλάς μ' όποιον σοφό και προφήτη θέλεις, και ν' αναπαύεσαι τα δειλινά κάτω απ' τις λεύκες μου, είπε ο Θεός του Κάτω Κόσμου στον Ιησού. Μόνο πρόσεχε καλά, μη φας καρπούς απ' το Δέντρο της Μνήμης, τη ροδιά μου, του λέει.

Την τρίτη ημέρα που ήταν ο Ιησούς στον Άδη βλέπει ένα περιστέρι λευκό να φτερουγίζει πάνω απ' τη ροδιά και να κάθεται στο ψηλότερο κλαδί.

-Ίσως ο Θεός που κυριαρχεί στο θάνατο είναι μοχθηρός, λέει το περιστέρι στον Ιησού και δε θέλει να θυμηθούν οι άνθρωποι αυτά που γνώριζαν κάποτε καλά, για να μην αφήσουν για πάντα το Βασίλειο των Νεκρών και πάψει να υπάρχει θάνατος. Τι σόι θεός των πεθαμένων θα μπορούσε να κυριαρχήσει σ' ένα άδειο βασίλειο;

Κι έριξε το περιστέρι ένα ρόδι καταγής που έσπασε κι αποκάλυψε τους κατακόκκινους σα ρουμπίνια σπόρους του.

Άρπαξε τότε ο Ιησούς το ρόδι και το έκρυψε στις πτυχές του χιτώνα Του. Και ψαχούλεψε λίγο τους κατακόκκινους σπόρους του ροδιού κι έβαλε στο στόμα του μερικούς.

Κι εσχίστηκε τότε το παραπέτο του Άδη και πολλοί νεκροί αναστήθηκαν κι ακούστη μια βροντερή φωνή:

-Έφαγες τους καρπούς της ροδιάς μου; Σ' εξορίζω για πάντα απ' τους σιωπηρούς λειμώνες μου, κι ούτε ποτέ σου θα φτάσεις στη Νήσο των Μακάρων.

Κι έγινε σεισμός δυνατός και πλάκωσαν οι πέτρες τον τρικέφαλο σκύλο, τον Κέρβερο που φύλαγε τον Άδη κι ο Ιησούς αναστήθηκε.

Κι ανεβαίνοντας πάνω στη γη, βλέπει τη Μαρία Μαγδαληνή, την αγαπημένη του γυναίκα να Τον θρηνεί.

-Τι κλαις γυναίκα; Τη ρωτάει. Ψάχνεις ανάμεσα στους νεκρούς το Ζωντανό;

Κι ελούστηκε χαρά και φως το πρόσωπο της Μαγδαληνής.

-Κύριέ μου, Του λέει κι έμεινε άφωνη απ' την ευτυχία κι έτρεχαν τα μάτια της δάκρυα κι έπλυνε μ' αυτά τα πόδια του Κυρίου της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της, όπως όταν πρωτοσυναντήθηκαν.

Τότε της έδωσε ο Ιησούς να φάει ρόδι και γέμισε κι η Μαγδαληνή απ' τη Γνώση των Πρώτων Καιρών κι έγινε η Σοφή Γυναίκα. Και δώσανε καρπούς της ροδιάς και στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους.

Πέρασαν χρόνια και ζευγάρωσαν τα παιδιά του Ιησού και της Μαγδαληνής με τους απογόνους της Εύας και του Αδάμ. Κι απέκτησε η γενιά αυτή ξανά τη χαμένη μνήμη της γνώσης που καταπάτησε τον Άδη και κατάργησε το θάνατο.

Και χάρηκε ξανά ο Θεός και καταμεσίς στον Παράδεισο, δίπλα στη μηλιά του φύτεψε και μια ροδιά, ώστε αν οι άνθρωποι γευτούν τον καρπό της Γνώσης, να τρώνε κι απ' τον καρπό της μνήμης για να μην τη λησμονούν.

Πρώτοι βρήκαν το δρόμο προς την Εδέμ ο Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου και η Μαρία η Μαγδαληνή κι ύστερα ο Αδάμ – ο Πρώτος Άνθρωπος και η Εύα. Μπήκαν κι οι τέσσερις μαζί μέσα στον Κήπο του Θεού κι έγινε γλέντι τρικούβερτο από αγγέλους, αρχαγγέλους, χερουβείμ και σεραφείμ που τραγουδούσαν.

Και τότε, σύμφωνα με το πλάνο του Θεού, παντρεύτηκε η Μαρία η Μαγδαληνή τον Πρώτο Άνθρωπο – τον Αδάμ, και ο Ιησούς – ο Σωτήρας του Κόσμου, την Εύα, που σημαίνει Ζωή.

Και είπε ο Αδάμ βλέποντας τον Ιησού στο πλευρό της Εύας:

-Ιδού ο Υιός μου ο αγαπητός!


© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα, Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008


buzz it!

Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

H Παντοχαρά

Είμαι του ολίγου και του ακριβούς. Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προσώπου. Τρέφομαι από το δ υ σ και το ε υ που κατά περίσταση προσφέρω. Αρνούμαι όμως τροφή στους χορτάτους που ζητούν ολοένα κι άλλη, κι άλλη πείνα. Θα ‘τανε σα να επεδίωκα να ιδιοποιηθώ τα ίδια μου τα υπάρχοντα. Κατά τα άλλα, συχνάζω εκεί όπου κάθε θολούρα, ως κι ο καπνός του τσιγάρου μου ακόμη εξουδετερώνεται απ’ το θαλασσάκι που φυλάγει καλού-κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγιά η Παντοχαρά», Οδυσσέας Ελύτης, Ο κήπος με τις αυταπάτες. ]


Gerry Uelsmann, Sky Ceiling


Ήταν γριά πολύ[1], δε θυμούμαι πια το όνομά της, το κουβεντιάζαμε με την Αμαλία χρόνια πολλά πριν, στο σπίτι που είχα στην Αλυκή της Βοιωτίας κάποιο καλοκαίρι, ίσως το ’94 ή και το ’95. Δε θυμούμαι καν το χωριό της, σε κάποιο νησί, θαρρώ. Πάντως έζησε χρόνους πολλούς, δεν είχε ποτέ της παντρευτεί, είχε όμως τη γλύκα ενός ανθρώπου που έχει δικό του όλο τον κόσμο, όμοια με τον άνθρωπο που τα είχε όλα – όλα – όλα στο βιβλίο του Αστούριας, κι ας μην είχε στην ουσία τίποτα. Είχε τον ήλιο, είχε το φεγγάρι δικό της, είχε δικούς της τους ουρανούς, τις γλάστρες με τους κατηφέδες και τους βασιλικούς και τις κότες της.

Κάθε κότα είχε και το δικό της όνομα. Τις έβγαζε το πρωΐ απ’ το κοτέτσι, φωνάζοντάς τες με τα ονόματά τους.

-Έλα Ασπρούλα, έλα Κοκκίνω, Μαυρούλα και Πιτσίλω.

Και οι κότες μπαίνανε σε σειρά. Πρώτα η Ασπρούλα, μετά η Κοκκίνω, η Μαυρούλα κι η Πιτσίλω και βγαίνανε με τάξη. Κατά τη σειρά που φώναζε τα ονόματά τους.

Το βράδυ πάλι με τ’ όνομά τους τις καλούσε για να μπουν και πάλι στο κοτέτσι, κι οι όρνιθες υπακούγανε, πειθαρχώντας στο όνομα που τους είχε δώσει.

Η γριά πάντα γελούσε, δεν υπήρχε κάτι που να μην την κάνει να χαμογελά, όλη ένα χαμόγελο.

Κάποια στιγμή γύρισε και είπε σε μια γειτόνισσα:

-Έζησα πολύ κι ο Θεός με αξίωσε να ζήσω και καλά, μάλλον ήρθε η ώρα μου να πεθάνω. Κουράστηκα να ζω. Καιρός να δώσω τη θέση μου και σε κανέναν άλλον.

Οι άλλες αρχίσανε τα «έλα καημένη, τόσο σου γράφει, κουνήσου απ’ τη θέση σου, κούφια η ώρα».

Δεν είπε τίποτα.

Την Κυριακή κάλεσε κι όλα της τ’ ανήψια για φαγητό. Έσφαξε κοτούλες και κουνέλια, ζύμωσε ψωμί, έβαλε τα καλά της, στόλισε το σπίτι με δαντέλες και τα καλά πεσκίρια, είχε και καλό κρασί.

Πήγε σε νοτάριους, κανόνισε τα χρέη της όλα, καταπώς έπρεπε.

Ξημέρωσε. Έβγαλε τις κότες απ’ το κοτέτσι. Φωνάζοντάς τες με τα ονόματά τους. Πότισε.

Πλύθηκε και λούστηκε. Έβαλε τα καλά της.

Πήγε στο κρεβάτι της. Ξάπλωσε. Και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.

Το βράδυ οι γειτόνισσες είδαν πως δεν έβαλε τις κότες πάλι στο κοτέτσι, ανησύχησαν.

Μπήκαν στο σπίτι της. Στολισμένο. Στα βάζα λουλούδια. Και τη βρήκαν στο κρεβάτι της με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος να χαμογελάει.

Φώναξαν γιατρό να πιστοποιήσει το θάνατο. Εκείνος δεν πολυκοίταξε τη γριά. Είπε:

-Πού να έχει άραγε βάλει την ταυτότητα και το εκλογικό της βιβλιάριο, για να της βγάλω πιστοποιητικό θανάτου;

Οι γειτόνισσες δεν ήξεραν, αν και τα πάντα στο σπίτι της γερόντισσας ήταν τοποθετημένα με τάξη θαυμαστή.

Στη δεύτερη - τρίτη ερώτηση «πού να κοιτάξουμε άραγε;» ακούστηκε αδύναμη η φωνή της γριούλας απ’ το κρεβάτι. Δεν είχε ακόμη πεθάνει:

-Στη κομόντα, Μαρία. Στην κομόντα. Πρώτο συρτάρι.

Και ξεψύχησε.
__________


[1] Αληθινή Ιστορία. Για την Κατερίνα Μανουσάκη από τη Mεσαριά Θήρας, που με συγκίνησε σήμερα βαθειά.


© Ελένη Καλλιανέζου, 29 Ιουνίου 2008, Vejen (55 º 29΄ 02.12΄΄ Βόρειο, 9 º 02΄53.04΄΄ Ανατολικό)

buzz it!

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Χρόνος

Κρόνος, ο Τιτάνας. Ο πατέρας των θεών του Τρίτου Καιρού και Κύριος του Χρόνου. Ο μέγας όφις των αλχημιστών, ο κυκλώνων το αυγό του Κόσμου. Ο ποικιλόμυθος, η γέννα, ο παγγενήτωρ. Ο ορίζων τα πεπρωμένα των θνητών. Ο τολμήσας να σημάνει το τέλος των αθανάτων, ευνουχίζοντας τον πατέρα του και τους παλιούς καιρούς. Αυτός που και στα μελλούμενα θέλησε να δώσει τέλος καταπίνοντας την ίδια του τη σπορά.
Κι όμως... Έστω κι αν το μέλλον του αντιτάχθηκε μ’ εκείνη τη
φοβερή Τινανομαχία, όταν ο γιος του, ο Δίας ανέλαβε δράση καλώντας τ’ αδέρφια του και τους θνητούς σε πόλεμο εναντίον του, κι αν νικήθηκε και τιμωρήθηκε κι όπως ο Χρόνος πάγωσε, βασιλιάς της Νήσου των Μακάρων έγινε, της Μοίρας Κλειδούχος. Ο Χρόνος, ο Κυρίαρχος, ο αδάμαστος, ο αήττητος.

Το χρόνο μου πάγωσα και βάλθηκα να πολεμήσω στοιχειά των παλιών και των νέων καιρών. Κι άλλοτε νικούσα. Κι άλλες φορές πάλι νικιόμουν. Κι αρνήθηκα τη γέννα στα μελλούμενα μένοντας άτεκνη. Μα δεν μπορεί... Όλο και κάτι θα έχω γεννήσει. Και θα με πολεμήσει κι ίσως ηττηθώ. Το πιθανότερο θα είναι να ηττηθώ.



Κρόνος – Χρόνος [1]


Γιατί ο χρόνος παίζει σ’ όλους ένα περίεργο παιχνίδι. Συστέλλεται και διαστέλλεται. Λες: «είμαι αδρανής και τον αφήνω να κυλά», αλλά άλλες φορές πάλι τα γεγονότα κυλούν πυκνά, όλα σε τόσο σύντομο χρόνο, που από την αφετηρία τους σου φαίνεται ότι πέρασε μια αιωνιότητα. Χάνεις την αίσθηση του χρόνου.

Η ήττα όμως τ’ ανθρώπου είναι αναπόφευκτη. Γιατί ο χρόνος, ο μέγας κατεργάρης, δεν υπόκειται μόνο στους νόμους της συστολής και διαστολής. Γιατί ο χρόνος κυρίως περιστέλλεται. Γύρω απ’ το κοσμικό αυγό, γύρω από σένα, γύρω από μένα, γύρω από κάθε ζώντα οργανισμό. Μέχρι να σε συνθλίψει και το κέλυφός σου να σπάσει. Και δίνεται η μάχη στα μαρμαρένια αλώνια. Και δίνουμε όλοι, με τη σειρά μας ο καθείς, τον οβολό μας στον αμίλητο βαρκάρη.

Το χρόνο μου πάγωσα και βάλθηκα να πολεμήσω στοιχειά των παλιών και των νέων καιρών. Κι άλλοτε νικούσα. Κι άλλες φορές νικιόμουν. Κι αρνήθηκα τη γέννα στα μελλούμενα μένοντας άτεκνη. Μα δεν μπορεί... Όλο και κάτι θα έχω γεννήσει. Και θα με πολεμήσει και θα ηττηθώ. Κι ίσως συναντήσω τον ίδιο το Κρόνο, αν ο βαρκάρης αντί στα Τάρταρα στα Ηλύσια πεδία με οδηγήσει. Κι ίσως συναντήσω κι εγώ το Χρόνο. Κι ίσως γίνω η ίδια χρόνος – άχρονος, στα Ηλύσια πεδία η κυρίαρχος.

Όμως Ηλύσια πεδία υπάρχουν; Αν δεν υπάρχουν, τότε θα γίνω η κυρίαρχος του Πουθενά. Κι ίσως πουθενά και Ηλύσια πεδία είναι ένα και το αυτό: ου-τόπος· η Ουτοπία που είναι μαζί και προορισμός. Η Ιθάκη μου.

«Κλύουσα ικετηρίδα φωνήν, πέμποις εύολβον βιότου τέλος αιέν άμεμπτον»[2]

________________


[1] Ο Κρόνος με το δρεπάνι του, πατέρας του χρόνου. Τα φίδια ή δράκοι ενδεχομένως συμβολίζουν και την αλυσίδα του DNA κι είναι σε σχήμα Ω, που δείχνει το τέλος. Τα φτερά των ερπετών ερμηνεύτηκαν από κάποιους που μελετούν την ψυχολογία του υποσυνείδητου στα βήματα της Αλχημείας του Jung, ως η επιστροφή της συνείδησης σε ανώτερες σφαίρες ύπαρξης, πάνω απ’ τα σύννεφα. Η ερμηνεία ωστόσο της εικόνας επιδέχεται πολλή συζήτηση, γιατί το έργο προηγείται της αποκωδικοποίησής του και δε μου φαίνεται σωστό να κρίνουμε με βάση τη γνώση των καιρών μας κάτι προγενέστερο, μιας και όταν φιλοτεχνήθηκε η εικόνα κανείς δε μιλούσε για αλυσίδα DNA. Eντούτοις, φιλοσοφικά παρουσιάζει ενδιαφέρον.

[2] Ελαφρώς παραφρασμένο, από τον ύμνο Ες Κρόνον, από τους Ορφικούς Ύμνους. Άλλαξα την κατάληξη του κλύων σε κλύουσα για ευνόητους λόγους.




© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 9 Ioυνίου 2008

buzz it!

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

“Τσετ ισλαβέκ, στις 18 του μήνα Brumaire”

Hieronymus Bosch, λεπτομέρεια από τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου, 1505 - 06, Museu Nacional de arte Antiga, Λισαβόνα

Κάποια στιγμή νόμισα πως μου κλέψαν τα φωνήεντα, τη Μουσική και τη θάλασσά μου την Τέρπουσα...

Ξάπλωσα για ένα μισάωρο περίπου, λόγω αρχής ημικρανίας, παρά το αναβράζον δισκίο που πήρα πριν από καμμιά ώρα.
Κλείνοντας τα μάτια, χωρίς καλά - καλά να μ’ έχει πάρει ο ύπνος, μου ήρθε στο μυαλό η μορφή ενός άγνωστου άνδρα που τον ρωτούσαν:
-Τα γενέθλιά σου είναι κοντά στη γιορτή σου;
Κι αυτός απάντησε:
-Τσετ ισλαβέκ.
Κοιμήθηκα με τη φράση να στριφογυρίζει στο μυαλό μου κι αποφάσισα να τη σημειώσω, μπας και βρω αν σημαίνει κάτι.
Κι είδα στον ύπνο μου μετά τον ίδιο άντρα και του λέω:
-Πότε θα δούμε χαΐρι και προκοπή;
-Στις 18 Brumaire, μ’ απαντάει.

François Bouchot, Coup d'État des 18-19 brumaire an VIII, 1840, Musée national du château de Versailles.

***

Η 18η του μήνα Brumaire, είναι η 9η Νοεμβρίου 1799 και αναφέρεται σ’ ένα πραξικόπημα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, όταν κατήργησε το Διευθυντήριο στη Γαλλία. Το όνομα το χρησιμοποίησε κι ο Karl Marx αργότερα στο βιβλίο του Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte και το αρχινάει με τη φράση: «ο Χέγκελ σημειώνει κάπου ότι όλα τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα στον κόσμο κι όλες οι προσωπικότητες εμφανίζονται δυο φορές. Παρέλειψε να συμπληρώσει: την πρώτη φορά εμφανίζονται ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.»

Η
18η λοιπόν του μήνα Brumaire σημασιοδοτεί το τέλος της δημοκρατίας. Ο Βοναπάρτης δεν ήταν ο μόνος που από εθνοσωτήρας, επαναστάτης κι υπέρμαχος της δημοκρατίας αποφάσισε να στεφτεί αυτοκράτορας και να περιβληθεί την αίγλη ενός συμβόλου, που πριν πολέμησε να το καταργήσει. Κι ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας έκανε το ίδιο και δολοφονήθηκε το 44 π.Χ στη Σύγκλητο από το Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, το Γάιο Κάσσιο Λογγίνο, το Δέκιμο Ιούνιο Βρούτο και κάμποσους ακόμη συγκλητικούς στις Ειδούς του Μάρτη.

Αν ήτανε λοιπόν τ’ όνειρό μου προφητικό, τότε το Νοέμβρη, όταν καταργηθεί και η δημοκρατία, ίσως δω άσπρη μέρα, πριν εξοριστώ σε κάποια νήσο της Αγίας Ελένης ή δολοφονηθώ σε κάποιες Ειδούς του Μάρτη. Ως ημερομηνία εξάλλου η τελευταία έχει σημαδέψει τα χρονικά θανάτων της οικογένειας. Ο παππούς ο Σπύρος πέθανε στις 15 Μάρτη του 1985.

Gerry Uelsmann, Real and Surreal

© Ελένη Καλλιανέζου

buzz it!

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

O Σταυρός του Νότου.


William Blake, Hecate, 1795, Λονδίνο Tate Gallery [1], [2], [3]


ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ
***

Η γιαγιά η Σμαρώ.

Εγώ μικρό παιδί, η γιαγιά η Σμαρώ ήδη πειραγμένη, η νύφη της -που την είχε στο σπίτι της στην Κοκκινιά, δυσανασχετούσε. Η δικιά μου η γιαγιά πεθύμησε την αδερφή της και την πήραμε στο σπίτι για λίγες μέρες. Η γιαγιά η Σμαρώ έβαζε τα γυαλιά της το πρωί και διάβαζε Καζαντζάκη το «Φτωχούλη του Θεού».
Στο σπίτι είχαμε ένα εκκρεμές που χτύπαγε τις ώρες και τα μισάωρα.
Τα βράδυα η γιαγιά η Σμαρώ ξυπνούσε.
-Χτύπησαν οι καμπάνες της Οσίας Ξένης, έλεγε, και πρέπει να πάω στο Κατηχητικό. Έβαζε το μαντηλάκι της και ξεπόρτιζε. Τη γυρίζαμε πίσω.
Κάποια βράδυα, η μάνα μου την έπιανε επ’ αυτοφόρω να κατεβάζει τα βρακιά της και να ετοιμάζεται να αποπατήσει στο κρεβάτι μου. Κάθε φορά που πήγαινε στο μέρος, δίπλωνε το χρησιμοποιημένο χαρτί της τουαλέτας και το έβαζε στην τσέπη της να το κάνει μυξομάντηλο.
Η γιαγιά η Σμαρώ πέρασε τις τελευταίες της μέρες στον πλανήτη σ’ ένα γηροκομείο.
Μια μέρα πριν πεθάνει τραγούδησε με διαύγεια εκπληκτική το «ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά». Την επομένη ετίναξε άλλα δέντρα, σε άλλους κήπους. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή του 1974.

***

Η κυρά Βασιλική.


Είχα τη μάνα μου στο ΚΑΤ, τότε που έχασε το χέρι της στο ατύχημα. Κατά διαβολική σύμπτωση, στο διπλανό δωμάτιο η Αμαλία είχε τη δική της μητέρα.
Η κυρά Βασιλική δεν αναγνώριζε σχεδόν κανέναν. Μόνο χαμογελούσε με ένα χαμόγελο γλυκύ και καθάριζε πατάτες για τηγάνι. Ατέλειωτα σακιά πατάτες. Αλλά γλίστρισε κι έσπασε το χέρι της, κάταγμα τριπλό. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν να ανατάξουν το σπασμένο χέρι, πριν έρθει το ασθενοφόρο. Πόνεσε η φουκαριάρα η γριά κι αναφώνησε:
-Σιγά, παιδάκι μου! Θα μου το σπάσεις!
Ένα απόγευμα στο νοσοκομείο τη χτένισε η Αμαλία, κι η κυρά Βασιλική χαμογελούσε πάλι.
Η Αμαλία διάβαζε εκείνο τον καιρό Φρόυντ. Άφησε το βιβλίο με τη ράχη πάνω στο κρεβάτι και βγήκε για τσιγάρο. Την ίδια ώρα μπήκαν στο θάλαμο οι γιατροί για επίσκεψη. Είδαν τη γριούλα με τα γυαλάκια της να έχει το ίδιο χαμόγελο ευδαιμονίας και το Φρόυντ πάνω στο κρεβάτι και χαμογέλασαν.
-Διαβάζουμε, γιαγιά, βλέπω.
-Ε, τι να κάνουμε, παιδάκι μου.
-Και μάλιστα Φρόυντ, ε;
-Το κατά δύναμιν, γιόκα μου.
-Πώς σε λένε, γιαγιά;
-Δεν ξέρω, να σε χαρώ.

***

Ο μπάρμπα Δημητρός.


Ο μπάρμπα Δημητρός, απ’ τον καιρό που έχασε τα λογικά του, έβλεπε μυρμηγκάκια παντού.
-Πω, πω! Γεμάτη μυρμήγκια είσαι.
-Πούντα, καλέ;
-Να εδώ, μιλιούνια.
Έκανες πως τιναζόσουν, να μην του χαλάσεις το χατήρι.
-Φύγανε τώρα, πέσε κοιμήσου.
-Καλά, μείνε με τα μυρμήγκια να σε φάνε. Μόνο φεύγα απ’ εδώ, γιατί δε θέλω να ξύνομαι.

***

Η κυρά Μαρία.

Στο διπλανό κρεβάτι με τη μάνα μου στο ΚΑΤ. Βράδυ. Τα χέρια μου τεντωμένα. Το ένα χέρι να μου το κρατάει η μάνα μου, το άλλο η κυρά Μαρία, κι εγώ στη μέση θαλαμοφύλακας.
Η κυρά Μαρία ήταν Αξιώτισσα.
-Κοπελιά, να σε χαρώ, φέρε μου λίγο νεράκι.
Σηκωνόμουν, της έδινα.
-Κοπελιά, δεν μπορώ να καταλάβω
Τούρκα είσαι για Ρωμιά,
για Εγγλέζα, για Φραντσέζα
κι έχεις τόσην εμορφιά.
Άντε, πά'νε τώρα στον πάνω όροφο, που μένει η νύφη μου. Είναι δέκα η ώρα, και δέκα η ώρα πίνω το γάλα μου.
-Γιαγιά, εδώ είναι νοσοκομείο.
-Νοσοκομείο; Α, καλά.... Μα άντε να σε χαρώ στον πάνω όροφο να πεις τση νύφης μου να μου δώσει το γάλα μου.

***

Η άγνωστη της Νεάπολης, Γκύζη, Αμπελοκήπων και περιχώρων.

Έψαχνε ο πατέρας μου με τη Γιάννα να αγοράσουν διαμέρισμα. Κατηφορίζαμε όλοι μαζί παρέα τη Λάμπρου Κατσώνη.
Κάποιες νεόχτιστες πολυκατοικίες, απέναντι ένα σπίτι παλιό, τρίπατο.
Απ’ το παραθυράκι του πάνω ορόφου μια γριά αναμαλλιασμένη, όμοια με την τρελή του Σαγιό. Έμπαινε μέσα και μετά ξανά ορμούσε στο παράθυρο.
-Η ζωή είναι μικρή, ούρλιαζε.
Σηκώσαμε το βλέμμα ψηλά και την κοιτάξαμε.
-Σε σας το λέω, ψιτ.
Περιμέναμε να ακούσουμε το «Μετανοείτε, ήγγικεν η συντέλεια του κόσμου»
-Η ζωή είναι μικρή... Γαμείτε! Κραύγασε.
Χαμογελάσαμε και κλείσαμε το μάτι ο ένας στον άλλον.

Vejen, 9 Aυγούστου 2007


William Blake, Pietà, έγχρωμη λιθογραφία σε χαρτί με μεικτή τεχνική ακουαρέλλας και μελάνης, περί τα 1795. Eικονογραφούσε στίχους από το Macbeth του Shakespeare, (1:21 - 23):

And pity, like a naked new-born babe,
Striding the blast, or heaven's cherubim, hors'd
Upon the sightless couriers of the air



ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ


Ι. Το ρολόι με την καδένα.


Ο παππούς ο Στέλιος είχε ένα ρολόι με καδένα. Μόνος του το άνοιγε και το καθάριζε, είχε γίνει ένα με τη σάρκα του.
Ο παππούς ο Στέλιος πέθανε στις 9 Αυγούστου του 1967, ώρα 9 το βράδυ. Το ρολόι σταμάτησε να λειτουργεί εκείνη την ώρα ακριβώς. Ο αδερφός του, που ήταν ρολογάς, προσπάθησε πολλές φορές να το κάνει να δουλέψει και πάλι. Στο τέλος δήλωσε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει κανένα γρανάζι, γιατί το ρολόι θα γινόταν χίλια κομμάτια. Το ρολόι το έχω. Οι δείχτες του σημαδεύουν ακόμη ο μικρός το 9 και ο μεγάλος το 12.

ΙΙ. Ο κούκος.

Είχαμε στο σπίτι έναν ρολόι κούκο. Ο κούκος αποφάσισε να δηλώσει κι αυτός παραίτηση, όταν το άλλο ρολόι του παππού με την καδένα πάγωσε το χρόνο των ζωντανών. Η μάνα μου, έγκυος σε μένα, είχε γυρίσει με τη γιαγιά από το νεκροταφείο μετά τα εννιάμερα. Ψήσανε καφέ και πιάσανε ψιλή κουβέντα: «άραγε να υπάρχουν ψυχές, κι αν υπάρχουν μας ακούνε και μας βλέπουν;». Το λόγο δεν απόσωσαν και το πουλί απ’ το σπιτάκι απάντησε «κούκου-κούκου» έξι φορές. Για τις επόμενες τρεις μέρες ο κούκος δήλωνε τακτικά παρουσία, ανά μισάωρο. Μετά εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση.

ΙΙΙ. Το εκκρεμές.

Η γιαγιά η Μαρίκα είχε υπογλυκαιμία και τα βράδυα ξύπναγε. Συχνά έμενε για ώρες ξάγρυπνη και συλλογιόταν, απευθύνοντας ερωτήσεις σε σκιές χωρίς να λαβαίνει απόκριση. Τότε αποφάσισε η μητέρα μου να αγοράσει ένα εκκρεμές να κρατάει το βράδυ στη γιαγιά συντροφιά. Στο ρολόι αυτό έμαθα κι εγώ να λέω την ώρα.
Όταν χρόνια πολλά αργότερα η μητέρα μου παρέλυσε και γύρισε από το νοσοκομείο, σταμάτησα να το κουρδίζω, γιατί ο ήχος του τα βράδυα ενοχλούσε την εσωτερική νοσοκόμα που είχαμε σπίτι. Το ρολόι έμεινε να δείχνει έντεκα και είκοσι. Τέσσερα χρόνια μετά, στις 13 του Δεκέμβρη έτους δίσεκτου και ώρα έντεκα και είκοσι ακριβώς το πρωί φτερούγισε και η μητέρα μου στη γιαγιά και τον παππού που την καλούσαν.

...
Σήμερα το πρωί ανακάλυψα δυο ρολόγια στο σπίτι σταματημένα. Το ένα δείχνει οχτώ και τέταρτο και το άλλο εννιά και τέταρτο. Με την Ελλάδα έχουμε μια ώρα διαφορά, σκέφτηκα. Αλλά μετά είπα, άει στα κομμάτια. Σάμπως είμαι προληπτική;

Vejen, 16 Αυγούστου 2007


Update, Vejen 7 Απριλίου 2009: Περίεργες συμπτώσεις, αλλά ένα χρόνο ακριβώς αφού γράφτηκε το δεύτερο κείμενο, στις 16 Αυγούστου 2008 πέθανε ο πατέρας μου.





© Eλένη Καλλιανέζου


________________________


[1]
TATE ETC. Magazine
[2]
Tate Gallery Records
[3]
Tate in Space


buzz it!