Το Ρόδι.
Όταν οι κόρες στην Αρχαία Αθήνα παντρεύονταν κι άφηναν την πατρική εστία για να εγκατασταθούν στα σπίτια των συζύγων τους, τις έραιναν με καρπούς της γης: σιτάρι και καρύδια, σύμβολο γονιμότητας.
Τα ίδια υλικά έβαζαν και στον πυραμούντα. Ο πυραμούς, κάτι σαν τα σημερινά κόλλυβα είχε μέσα τους ίδιους καρπούς και μαζί και ρόδι, και προοριζόταν για τα νεκρόδειπνα.
Το πώς σχετίζεται το ρόδι με τον πυραμούντα, το βλέπουμε μέσα απ' τους μύθους της Δήμητρας και της Κόρης. Κάποτε λέει, μια όμορφη κόρη, η Περσεφόνη, η κόρη της θεάς της Γης και των καρπών έπεσε στον έρωτα του θεού του Κάτω Κόσμου. Και την επήρε αυτός γυναίκα κι έγινε η Περσεφόνη η Κυρά του Βασιλείου των Σκιών. Μα έκλαιγε κι οδυρόταν η Δήμητρα κι εζήτησε την κόρη της πίσω κι έτσι όρισε ο Δίας το μισό χρόνο να είναι η κόρη με τη μάνα της στη Γη και τον άλλο μισό στον άντρα της, τον Πλούτωνα. Και χαίρεται η Δήμητρα, όσο έχει μαζί της την αγαπημένη της κόρη κι έχουμε άνοιξη και καλοκαίρι. Κι όσο χρόνο είναι πάλι η Περσεφόνη με τον άντρα της, έχουμε φθινόπωρο και χειμώνα.
Λίγο πριν ανέβει η Περσεφόνη πάνω στη γη, της έδωσε ο Πλούτωνας να φάει ρόδι, για να μην τον λησμονήσει.
Το ρόδι κουβαλά τη μνήμη των σκιών, του φθινοπώρου και του χειμώνα. Επειδή όμως απ' τον ίδιο θεό, τον Πλούτωνα, ετυμολογείται κι ο πλούτος, το φρούτο του είναι σύμβολο διττό: γονιμότητας, ευτυχίας και μνήμης των νεκρών. Κι όπως στη σημερινή εποχή κόλλυβα δε λογίζονται χωρίς ρόδια μέσα, που συμβολίζουν και το αίμα, έτσι και την Πρωτοχρονιά σπάμε στα κατώφλια ρόδια για γούρι, πλούτο κι ευτυχία.
Η Αρπαγή της Περσεφόνης, Bασιλικοί τάφοι Βεργίνας, περί το 350 π.Χ.
Ανέβα μήλο,
κατέβα ρόδι
πόσα θα πιάσω,
πόσα θ' αφήσω;
Κάποια στιγμή, μέσα στο χειμώνα που μας πέρασε, που ήταν για μένα ιδιαίτερα δύσκολος και μοναχικός, μου πέρασε απ' το νου πως μήλο και ρόδι συνδέονται και μεταφυσικά. Γιατί για κάποιον άγνωστο λόγο, το μήλο συνδέθηκε με την πρώτη αμαρτία, τον απαγορευμένο καρπό και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Μάθανε οι άνθρωποι να ξεχωρίζουν το καλό απ' το κακό, το ηδύ απ' το στυφό, τη γύμνια και τον κόπο, να νοιώθουν τον πόνο της γέννας και την απώλεια του θανάτου. Αλλά είχα και την αίσθηση ότι και το ρόδι συνδέεται με τον Τελευταίο Πειρασμό, που ξεπερνά την Καζαντζακική θεώρηση του πειρασμού του Ιησού στο σταυρό, ίσως επηρεασμένη απ' τους μύθους του Πλούτωνα που έδωσε στην Περσεφόνη να φάει ρόδι για να μην τον ξεχάσει.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι όπως ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν μήλο, έτσι κι ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή έφαγαν ρόδι εις ανάμνησιν των σκιών τους και της γονιμότητας που είχαν (ή δεν είχαν) ως ζεύγος.
Μου φαινόταν επίσης απολύτως λογικό, αν το ρόδι είναι ο καρπός του Τελευταίου Πειρασμού, να έχουμε μια αντιστροφή των στοιχειακών: Στους κοσμογονικούς μύθους της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης, το μήλο προσφέρεται απ' το Διάβολο στη Γυναίκα κι εκείνη με τη σειρά της το δίνει στον Άνδρα. Σ' έναν καρπό της τελευταίας αμαρτίας, ίσως θα έπρεπε το ρόδι να προσφέρεται απ' το Θεό τούτη τη φορά στον Άνδρα, κι από τον Άνδρα στη Γυναίκα για να προκύψει και επαναφορά της Αρχικής Τάξεως. Ο Θεός δίνει στον Ιησού ένα ρόδι κι εκείνος με τη σειρά του το προσφέρει στη Μαρία Μαγδαληνή. Κι αν ο Πρώτος Πειρασμός, το μήλο, έδιωξε τους πρώτους ανθρώπους απ' τον Παράδεισο, ίσως ο Τελευταίος Πειρασμός τους δείχνει και πάλι το δρόμο προς την Εδέμ.
Sandro Botticelli, Η Παναγία του Ροδιού (λεπτομέρεια), Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi, π. 1487
Ο Δεύτερος Παράδεισος.
Το Πρώτο Ανδρόγυνο στον Κόσμο ήτανε η Εύα με τον Αδάμ. Μια μέρα φάγανε καρπούς απ' τη μηλίτσα του Θεού που ήταν φυτεμένη καταμεσίς στον Παράδεισο και μάθανε να ξεχωρίζουν το καλό απ' το κακό, το ηδύ απ' το στυφό, το κρύο απ' τη ζέστη, την αιδώ απ' την αναισχυντία, κι αισθάνθηκαν τη γύμνια τους και νοιώσανε τον πόνο της γέννας και την απώλεια του θανάτου. Και τους έδιωξε ο Θεός απ' τον Παράδεισο και γίνανε καλλιεργητές της γης και δάμασαν τη φύση και κάνανε απογόνους πολλούς και το γένος τους κυριάρχησε στη Γη απ' τους Πρώτους Καιρούς.
Μα από την τάξη την παλαιά οι άνθρωποι ξέχασαν να ξεχωρίζουν πια το καλό απ' το κακό, και λησμόνησαν τη γνώση που έφεραν οι προπάτορές τους μέσα τους με την πρώτη αμαρτία. Και διέπραξαν τη δεύτερη αμαρτία: τη λησμονιά της γνώσης του Καλού και του Κακού και κοίμησαν τη συνείδησή τους.
Τότε έστειλε ο Θεός στον Κόσμο το Γιο του για να τους θυμίσει τη γνώση που ξέχασαν. Κι ερωτεύτηκε ο Ιησούς τη Μαρία απ' τα Μάγδαλα και την παντρεύτηκε και κάνανε παιδιά, που θεμελίωναν τη δικιά τους γενιά, τη γενιά των Δεύτερων Καιρών. Ύστερα άνθρωποι πονηροί κι επιλήσμονες σταύρωσαν τον Ιησού και κατέβηκε Εκείνος στον Άδη. Όπως περιδάβαζε στο Κάτω Κάσμο γνωρίζοντας τις σκιές των ανθρώπων της γενιάς του Αδάμ και της Εύας είδε καταμεσίς στον Άδη φυτεμένη μια ροδιά.
-Εδώ μπορείς να μιλάς μ' όποιον σοφό και προφήτη θέλεις, και ν' αναπαύεσαι τα δειλινά κάτω απ' τις λεύκες μου, είπε ο Θεός του Κάτω Κόσμου στον Ιησού. Μόνο πρόσεχε καλά, μη φας καρπούς απ' το Δέντρο της Μνήμης, τη ροδιά μου, του λέει.
Την τρίτη ημέρα που ήταν ο Ιησούς στον Άδη βλέπει ένα περιστέρι λευκό να φτερουγίζει πάνω απ' τη ροδιά και να κάθεται στο ψηλότερο κλαδί.
-Ίσως ο Θεός που κυριαρχεί στο θάνατο είναι μοχθηρός, λέει το περιστέρι στον Ιησού και δε θέλει να θυμηθούν οι άνθρωποι αυτά που γνώριζαν κάποτε καλά, για να μην αφήσουν για πάντα το Βασίλειο των Νεκρών και πάψει να υπάρχει θάνατος. Τι σόι θεός των πεθαμένων θα μπορούσε να κυριαρχήσει σ' ένα άδειο βασίλειο;
Κι έριξε το περιστέρι ένα ρόδι καταγής που έσπασε κι αποκάλυψε τους κατακόκκινους σα ρουμπίνια σπόρους του.
Άρπαξε τότε ο Ιησούς το ρόδι και το έκρυψε στις πτυχές του χιτώνα Του. Και ψαχούλεψε λίγο τους κατακόκκινους σπόρους του ροδιού κι έβαλε στο στόμα του μερικούς.
Κι εσχίστηκε τότε το παραπέτο του Άδη και πολλοί νεκροί αναστήθηκαν κι ακούστη μια βροντερή φωνή:
-Έφαγες τους καρπούς της ροδιάς μου; Σ' εξορίζω για πάντα απ' τους σιωπηρούς λειμώνες μου, κι ούτε ποτέ σου θα φτάσεις στη Νήσο των Μακάρων.
Κι έγινε σεισμός δυνατός και πλάκωσαν οι πέτρες τον τρικέφαλο σκύλο, τον Κέρβερο που φύλαγε τον Άδη κι ο Ιησούς αναστήθηκε.
Κι ανεβαίνοντας πάνω στη γη, βλέπει τη Μαρία Μαγδαληνή, την αγαπημένη του γυναίκα να Τον θρηνεί.
-Τι κλαις γυναίκα; Τη ρωτάει. Ψάχνεις ανάμεσα στους νεκρούς το Ζωντανό;
Κι ελούστηκε χαρά και φως το πρόσωπο της Μαγδαληνής.
-Κύριέ μου, Του λέει κι έμεινε άφωνη απ' την ευτυχία κι έτρεχαν τα μάτια της δάκρυα κι έπλυνε μ' αυτά τα πόδια του Κυρίου της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της, όπως όταν πρωτοσυναντήθηκαν.
Τότε της έδωσε ο Ιησούς να φάει ρόδι και γέμισε κι η Μαγδαληνή απ' τη Γνώση των Πρώτων Καιρών κι έγινε η Σοφή Γυναίκα. Και δώσανε καρπούς της ροδιάς και στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους.
…
Πέρασαν χρόνια και ζευγάρωσαν τα παιδιά του Ιησού και της Μαγδαληνής με τους απογόνους της Εύας και του Αδάμ. Κι απέκτησε η γενιά αυτή ξανά τη χαμένη μνήμη της γνώσης που καταπάτησε τον Άδη και κατάργησε το θάνατο.
Και χάρηκε ξανά ο Θεός και καταμεσίς στον Παράδεισο, δίπλα στη μηλιά του φύτεψε και μια ροδιά, ώστε αν οι άνθρωποι γευτούν τον καρπό της Γνώσης, να τρώνε κι απ' τον καρπό της μνήμης για να μην τη λησμονούν.
Πρώτοι βρήκαν το δρόμο προς την Εδέμ ο Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου και η Μαρία η Μαγδαληνή κι ύστερα ο Αδάμ – ο Πρώτος Άνθρωπος και η Εύα. Μπήκαν κι οι τέσσερις μαζί μέσα στον Κήπο του Θεού κι έγινε γλέντι τρικούβερτο από αγγέλους, αρχαγγέλους, χερουβείμ και σεραφείμ που τραγουδούσαν.
Και τότε, σύμφωνα με το πλάνο του Θεού, παντρεύτηκε η Μαρία η Μαγδαληνή τον Πρώτο Άνθρωπο – τον Αδάμ, και ο Ιησούς – ο Σωτήρας του Κόσμου, την Εύα, που σημαίνει Ζωή.
Και είπε ο Αδάμ βλέποντας τον Ιησού στο πλευρό της Εύας:
-Ιδού ο Υιός μου ο αγαπητός!
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα, Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008
