Ίσως φταίει το φεγγάρι, ίσως οι ερημιές όπου ζω, ίσως το ότι έγινα αλαφροΐσκιωτη κι έκοψα το φαΐ, φταίει και το αηδονάκι που λαλεί εδώ κοντά... Δεν περίμενα ποτέ ότι θα κάνω στο τέλος παρέα μόνο στ’ αηδόνια, λένε ότι τ’ αηδόνια είναι μοναχικά, είμαι κι εγώ, λίγο στον κόσμο και μετά πάλι στη φωλιά μου, να μετρώ τα κόκαλά μου, να εξαφανίζομαι σαν τον Τιθωνό, μα εκείνον τον ερωτεύτηκε η Αυγή, εμένα όχι, εκείνου του χαρίστηκε η αθανασία, εμένα πάλι όχι ή ίσως και ναι, εξαρτάται, λένε απ’ την οπτική γωνία που βλέπεις τα πράγματα και μου ‘ρχεται στο μυαλό εκείνο το αστείο ποιηματάκι που μαθαίναμε στο Δημοτικό:
«Είπε στη μητέρα της η Κυρά Σελήνη
-Κάνε μου ένα φόρεμα, χάρη να μου δίνει
Κι η γριά αποκρίθηκε, πώς να σου το κάνω;
Με το ράβε ξήλωνε, κόπο μόνο χάνω»
Και δίπλα η εικόνα, η Σελήνη με το φόρεμα κι η μάνα της με γυαλιά πρεσβυωπίας να ράβει. Η μάνα της Σελήνης φορούσε, θυμούμαι και δαχτυλήθρα, όπως κι η μάνα μου.
Η δαχτυλήθρα της μάνας μου έπαιρνε τη θέση της στο μεταλλικό κουτί από μπισκότα δίπλα στο ξύλινο αυγό, τις κόπιτσες και τις κουβαρίστρες.
«Είπε στη μητέρα της η Κυρά Σελήνη
-Κάνε μου ένα φόρεμα, χάρη να μου δίνει
Κι η γριά αποκρίθηκε, πώς να σου το κάνω;
Με το ράβε ξήλωνε, κόπο μόνο χάνω»
Και δίπλα η εικόνα, η Σελήνη με το φόρεμα κι η μάνα της με γυαλιά πρεσβυωπίας να ράβει. Η μάνα της Σελήνης φορούσε, θυμούμαι και δαχτυλήθρα, όπως κι η μάνα μου.
Η δαχτυλήθρα της μάνας μου έπαιρνε τη θέση της στο μεταλλικό κουτί από μπισκότα δίπλα στο ξύλινο αυγό, τις κόπιτσες και τις κουβαρίστρες.
Δαχτυλήθρα από χρυσό, χρονολογούμενη γύρω στο 1750. Nationalmuseet, Koπεγχάγη, Δανία. .
Μα εμένα μου άρεσε η δαχτυλήθρα, όχι γιατί είχα ποτέ καλή σχέση με το ράψιμο, αλλά γιατί μου άρεσε το σχήμα της, γιατί την εικόνα της την έβλεπα και στα παραμύθια του Άντερσεν, που τα χάζευα με τις ώρες. Ο Τομ ο Δαχτυλάκης και η δαχτυλήθρα, η Τοσοδούλα και η δαχτυλήθρα, τα αλφαβητάρια και οι δαχτυλήθρες τους, οι νεράιδες κι οι δαχτυλήθρες να τις γεμίζουν νερό για να ποτίζουν τους κήπους τους, οι δαχτυλήθρες να γεμίζουν νέκταρ κι αμβροσία στον Κόσμο των Μικρών ή ακόμα και για να χρησιμεύουν σαν καρδάρες στο άρμεγμα ενός κοπαδιού με μελίγκρες που ζει σε μια τριανταφυλλιά...
Ε, ρε γλέντια, τι εικόνες μου ‘φερναν οι δαχτυλήθρες... Φετίχ κι αυτές, όμοια όπως τ’ άδεια μπουκαλάκια από άρωμα που τα ύψωνα στον ουρανό να δω τις αντανακλάσεις του φεγγαριού από μέσα τους ή και τα μάτια των γύρω μου παραμορφωμένα.
Μια δαχτυλήθρα στην τσέπη, ο θησαυρός, το φυλαχτό από κάθε τι κακό, κι από καιρό σε καιρό το χέρι στην τσέπη, να την πασπατεύω, να βεβαιωθώ ότι όλα είναι στη θέση τους και όλα τα μαγικά θα πιάσουν.
Τα παιδικά ξόρκια: τη φορώ κρυφά στο χέρι και δε με παίρνει χαμπάρι κανείς, γίνομαι αόρατη, γίνομαι νεράιδα, πάω στην Κίνα, ερωτεύομαι το Τέρας, πάω στις Ινδίες. Στις Ινδίες είμαι η Άουντα και με σώζει ο Φιλέας Φογκ κι ύστερα το σκάμε πάνω σ’ έναν ελέφαντα. Τη δαχτυλήθρα την τρίβω και βγαίνει το τζίνι της δαχτυλήθρας:
-Στις προσταγές σου, αφέντρα, τι επιθυμείς;
-Μακριά ξανθά μαλλιά και να γίνω αθάνατη.
Το τζίνι της δαχτυλήθρας πραγματοποιούσε την επιθυμία μου πρώτα μ’ ένα πανί στο κεφάλι, που ήταν τα μακριά μαλλιά μου κι ύστερα με μια βελόνα πλεξίματος, που ήταν το μαγικό ραβδί μου.
Με το μαγικό ραβδί άγγιζα τις γλάστρες γίνονταν δάση, άγγιζα σαλιγκάρια και μεγάλωναν, άγγιζα και το φράχτη και δεν πλησίαζε πια ο κακός Μεσημεράς να με βάλει στη σακούλα του.
Ή με τη δαχτυλήθρα πάλι στην τσέπη (χωρίς όμως να έχω προσδιορίσει τη χρήση της) ταξιδεύω με μια βοϊδάμαξα στη Νότιο Αμερική και κάνω ένα νόθο γιο, που τον βαφτίζω Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Β’. Ο Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Β’ είναι ένα μελαχροινό αγόρι που δεν έχει πάει ποτέ στο σχολείο, τον έχω διδάξει λέει εγώ κατά το πρότυπο του Αιμίλιου του Ρουσσώ και με μαζεύει απ’ τα καπηλιά όπου εγώ μεθάω με τεκίλα. Η δαχτυλήθρα πάντα στην τσέπη, ίσως στον Αμαζόνιο χρειάζεται μια δαχτυλήθρα, όμοια όπως χρειάζεται και σ’ ένα ταξίδι στον ουρανό τη νύχτα...
Μικραίνεις, μικραίνεις, μπαίνεις στη δαχτυλήθρα, φουσκώνεις από πάνω κι ένα μπαλόνι και γίνεται η δαχτυλήθρα αερόστατο. Πετάς την έρμα, απογειώνεσαι, ένα αστέρι, δεύτερο αστέρι, τρίτο, να και κομήτες, να και βροχή από περσίδες, μα δε με νοιάζει, μέσα στη δαχτυλήθρα μου είμαι ασφαλής.
Η δαχτυλήθρα παντός καιρού και πανταχού παρούσα, η δαχτυλήθρα βάζο σ’ ένα λουλουδάκι γιασεμιού κι από δίπλα εγώ να παίζω μουσική στο γιασεμί και στη δαχτυλήθρα με μια στρακαστρούκα.
Και να από δίπλα κι η γιαγιά, «Ωχ, το κεφάλι μου, σταμάτα πια, με ζάλισες» κι εγώ σταματούσα, η δαχτυλήθρα να γίνεται κουβάς για ένα κεράσι κι η γιαγιά να μου κρεμάει κεράσια στ’ αυτιά και να τα κάνω σκουλαρίκια, Κυρία του Κόσμου, Κυρία των Κερασιών, Κυρία των Γιασεμιών, των Ελεφάντων, των Άστρων και Κυρία της Δαχτυλήθρας.
© Eλένη Καλλιανέζου, Vejen, 17 Ιουνίου 2008
9 σχόλια:
Τι μου θύμισες τώρα! .. Κι αυτό το ξύλινο αυγό! :))
Καλημέρα!
είναι και κάτι ασυμένια σαν δαχτυλήθρες που σβήνεις τα κεριά. να μην βγάζει καπνό μετά όταν τα φυσάς να σβήσουν. καλημέρες!
ασημένια. λολ
Όταν κάνουμε ευχές στα τζίνια των παραμυθιών, ας είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί παρακαλώ!
Γιατί όταν ζητάμε "να γίνουμε αθάνατοι" χωρίς την απαραίτητη συμπλήρωση "και πάντα νέοι"... μπορεί να την πατήσουμε άσχημα!
έχεις πρόσκληση φιλενάδα! Θα διαβάσω την ανάρτηση το βραδάκι που θα'χω χρόνο! Φιλιά!
@ ανεμοσκορπίσματα, ξύλινα αυγά στο σπίτι είχαμε δύο: της γιαγιάς μου (μεγάλο, ταλαιπωρημένο, μαυρισμένο, ίσως κάποιες φορές βαφόταν το Πάσχα μαζί με τα κόκκινα αυγά για να το έχει ο ξύπνιος που θα νικούσε τους άλλους στο τσούγκρισμα). Της μάνας μου πιο μικρό, καλογυαλισμένο, κομψό. Το αυγό της μάνας μου το έχω κι εγώ σ' ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα, ίσα να το κοιτάζω, όταν ανοίγω στη χάση και στη φέξη το κουτί. Αλλά μ' αρέσει lol
@ b|a|s|n\i/a, αυτά τα πραματάκια που σβήνεις τα κεριά εμένα μου θυμίζουν κάτι άλλο. Ένα βιβλίο με κόμιξ, λεγόταν "Πόσο μισώ τις γάτες". Ο σκιτσογράφος στην πραγματικότητα λάτρευε τις γάτες, αλλά ζώντας ως γατοπαλαβιάρης με πολλά γατιά τριγύρω, τις εκδικείται ζωγραφίζοντας γατοβασανιστήρια: Αίθουσα σχολείου και η δασκάλα διδάσκει το 3 - 1 = 2, 2 - 1 = 1 με γάτες πάνω στην έδρα για εποπτικά μέσα. Κρατάει ένα σφυρί. Σε κάθε αφαίρεση κοπανάει μια γάτα στο κεφάλι. Ή καντηλανάφτης ντυμένος με ράσο καππουτσίνου καλόγερου έχει μια μακριά βέργα και στο τέλος της υποτίθεται πρέπει να υπάρχει αυτό το πραματάκι που σβήνεις τα κεριά και μοιάζει με δαχτυλήθρα, αλλά αυτός δεν έχει δαχτυλήθρα, έχει δεμένη μια γάτα.
@ ασκαρδαμυκτί, απ' τη στιγμή που την αθανασία τη διαπραγματεύονται όλες οι θρησκείες, αλλά ακόμη οι άνθρωποι γερνούν, όλοι κάνουμε το ίδιο λάθος, όλοι την πατάμε.
@ Amεliε * Dήmηtρa, έγινε. Θα το κοιτάξω. Φιλιά.
Πολυ καλο το ποστ.
Πραγματι εχεις πολυ μεγαλη φαντασια.
Δε μου λες... το email σου το κοιταζεις ποτε?
Την καλησπερα μου.
Ευχαριστώ. Ωχ! Email? Έχω να το δω χρόνια, που λέει ο λόγος.
Τι απόσπασμα είναι της Eλένη Καλλιανέζου? Μπορείς να μου πεις σε ποιο έργο το βρήκες;
Σε ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου