Το πρόγραμμα έλεγε: Το παιδί αφού φάει το φαΐ του το μεσημέρι, θα πάει υποχρεωτικά για ύπνο. Και τα δύο μεγάλα μαρτύρια, αλλά για το τελευταίο επιστρατεύονταν κάθε λογής τεχνάσματα. Το πιο αποτελεσματικό ήταν ο Μεσημεράς. Τι ακριβώς ήταν ο Μεσημεράς δεν το κατάλαβα ποτέ. Το φανταζόμουν σαν ένα γέρο καμπούρη μ’ ένα μεγάλο σακούλι, που γύρναγε τα σπίτια πόρτα – πόρτα κι έχωνε στο σάκο του τα κακά παιδιά, που δεν κοιμόντουσαν το μεσημέρι. Ο Μεσημεράς είχε και φάτσα γνώριμη. Έμοιαζε με τον κυρ Γιώργη, τον άντρα της κυρά Νότας, που γύρναγε κι έκανε τις ενέσεις σ’ όσους είχαν τη χρεία της στη γειτονιά. Κοντοκουρεμένο μαλλί σαν του Καραγκιόζη, αδύνατος – ξερακιανός και με τη μπάσα φωνή της γιαγιάς μου της Μαρίκας.
-Ποιο παιδί δεν κοιμάται; Φώναζε ο Μεσημεράς - γιαγιά απ’ το καθιστικό και χτύπαγε και το τζάμι.
Μ’ έπιανε φόβος και τρόμος και κρατούσα τα μάτια σφαλιστά, και με τα πολλά – πολλά κοιμόμουνα, θέλοντας και μη.
Με το που ξυπνούσα, πάλι πρόγραμμα. Το κόκκινο πλαστικό φλυτζάνι μου θα γέμιζε με γάλα ΝΟΥΝΟΥ με Οβομαλτίνη, το οποίο έπρεπε να πιω χωρίς πολλές τσιριμόνιες και στο καπάκι έπρεπε να πάω στην ΕΒΓΑ της γωνίας, στου Μιχάλη και να πάρω ένα κεσεδάκι γιαούρτι πρόβειο, το οποίο έπρεπε επίσης να φάω χωρίς κόνξες. Η μόνη παραχώρηση να αφήσω κατά μέρος την πέτσα και να βάλω επάνω ζάχαρη.
Αν ήταν καλοκαίρι, μπορούσα να πάω να παίξω με τη φιλενάδα μου τη Λίτσα. Το χειμώνα όμως πήγαινα δίπλα στο σπίτι της νονάς μου, που είχε τηλεόραση, να δω τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα να ξυλίζονται απ’ τον μπάρμπα Μυτούση γιατί φάγανε το γλυκό, και ν’ ακούω τη Σουβλίτσα να λέει «Μπαρμπούλη μου γλυκέ», το οποίο μετά επαναλάμβανα σα φερέφωνο: «Μπαρμπούλη μου γλυκέ» και «Κλούβιε μπουμπούνα, θα τις φας!».
Ακολουθούσε Καραγκιόζης του Σπαθάρη. Άλλο πανηγύρι με το Μπαρμπα – Γιώργο να αποκαλεί τον ανεψιό «ζουλάπ’» και «ζαγάρ’», γέλια εγώ και χαρές, και νάσου και ο Χατζατζάρης και τα κολλητήρια και το πιο αγαπημένο «Ο Καραγκιόζης και τα παλικάρια της φακής», ή «Ο Καραγκιόζης Γιατρός» με τη Βεζυροπούλα που ήταν άρρωστη και τις ατάκες:
-Η Ελένη (για την Ωραία ο λόγος) είναι πολύ μορφωμένη. Μιλάει εφτά γλώσσες.
-Επτά γλώσσες μέσα στο στόμα της; Και πώς δεν μπερδεύει τη μία με την άλλη;
Ή:
ΠΑΣΑΣ: Γιατρέ μου, το παιδάκι μου ούτε μιλάει ούτε λαλάει.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι έχεις, βρε κορίτσι μου; Γιααααα σκύψε να σ’ ακροαστώ!
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Αααααααααχ! Αχ!
Μετά έπρεπε να βγάλω το σκασμό, γιατί ακολουθούσε ο «Άγνωστος Πόλεμος» με το στρατηγό Βαρτάνη, που παρακολουθούσε η νονά μου. Κρύο εντωμεταξύ και ψόφος, μια σομπίτσα - κουκουνάρα στη γωνιά κι εγώ στο κρεβάτι κουκουλωμένη με τη νονά. Αν είχε μετά κέφι, έφτιαχνε με τα χέρια της σκιές στον τοίχο, πάπιες και σκύλους και γαϊδούρια που ανοιγόκλειναν το στόμα τους ή έστελνε για χάρη μου στο ταβάνι δαχτυλιδάκια γαλάζιου καπνού απ’ τα άφιλτρα ΑΣΣΟΣ κασσετίνα της.
Κάπου ενδιάμεσα και οι εκπομπές της Αλίκης Νικολαΐδου για τη Μαρία Πολυδούρη, το Μεγαλέξανδρο ή τη Γιαπωνέζα γκέισσα.
Η φωνή της Νικολαΐδου ήταν πολύ χαρακτηριστική. Έκανε ένα περίεργο ανεβοκατέβασμα:
-Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένα ξανθό αγορρρρράκι με γαλάζια μάτια. (Ανέβαινε στην ψηλότερη οκτάβα της μέχρι το αγοράκι με πολύ ηχηρό ρω και μετά βουπ! μια χρωματική κατιούσα στο "γαλάζια μάτια").
-Σαν έβγαινε περρρρρρίπατο με το αλογατάκι του Βουκεφάλαααααα (ψηλά, λες και θα της ερχόταν λιγοθυμιά) όοοοοοοοοοολος ο κόσμος χειροκροτούσε (οι δυο τελευταίες συλλαβές στο «χειροκροτούσε» πάλι προς τα κάτω).
Το κείμενο ήταν πάντα εξίσου φαιδρό:
-Όταν την εγκατέλειψε ο καλός της (ο Καρυωτάκης την Πολυδούρη), ένοιωσε την ελπίδα μέσα της να σβήνει. Δεν άκουσε τις συμβουλές των γιατρών της κι έβγαινε έξω τα βράδια στο κρύο και στ’ αγιάζι. Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη, είπε. Κι ήταν, αγαπημένοι μου, μιαν αυγούλα τ’ Απρίλη όταν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά της ερωτευμένης νέας.
Κάπου όμως ανάμεσα στην Πολυδούρη και στο Βαρτάνη γινόταν η αλλαγή βάρδιας, κι έπρεπε να πάω και πάλι σπίτι μου, «γεια σου μπαμπάκο, ώπα, ώπα, ώπα. Ε, ρε γλέντια! Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε!».
Καημό το είχα να κοιμηθώ νηστική. Έπρεπε να φάω κρέμα και μετά και βραδυνό. Όλα κι όλα. Η μαμάκα μου διάβαζε ανελλιπώς το εγχειρίδιο διατροφής νηπίου. Τόσες πρωτεΐνες, τόσες βιταμίνες και τόσα λευκώματα.
© Eλένη Καλλιανέζου, Vejen, 28 Noεμβρίου 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου