
Η Mπλανς Επιφανί, σε σκίτσο του Georges Pichard και κείμενο του Jacques Lob, πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1967. Στην Ελλάδα τη γνωρίσαμε μέσα από τον «Ταχυδρόμο» στη δεκαετία του ’70 σε συνέχειες και σε μετάφραση κειμένων της Έλενας Ακρίτα σε μια σπαρταριστή καθαρεύουσα. Η Μπλανς ήταν η αποθέωση της πτωχής, ορφανής, παρθένας – πουτανίτσας, που κυκλοφορούσε γυμνή και πάντα κυνηγημένη από τον ακόλαστο τραπεζίτη Αντολφύς, ενώ σωζόταν πάντα την τελευταία στιγμή από έναν μασκοφόρο ήρωα τύπου Φαντομά, ο οποίος απέστρεφε κοκκινίζοντας το πρόσωπό του από την ταλαίπωρο γυμνή ηρωΐδα την ώρα που εκείνη εκλιπαρούσε: «Ω, σας παρακαλώ, δείξατε λίγον οίκτον! Λίγον οίκτον!», και ο κακός τραπεζίτης είχε εκδηλώσει τις πονηρές του προθέσεις με ένα «Ώρα, να διακορεύσωμεν τούτο το μικρόν τσουλίδιον και να του τσιμβήσωμεν τις ρογίτσες!»

Οι χρόνοι παρήλθον εκείνοι, οπότε δικαιούμαστε και να αντιστρέψουμε τους όρους.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι διαφθορεύς είναι μία γυναίκα και οι ταλαίπωροι αρσενικοί που τη γνωρίζουν οι Μπλανς της, άδοντες άσματα στα βήματα του Χατζηδάκη:
Ήμουν λιγνός και αψηλός[1]
και δροσερός κι ωραίος
πώς γνώρισα, πατέρα μου
την τσούλα, ο μοιραίος;
Αναρωτιέμαι βεβαίως ποιος θα παίξει και το ρόλο του Φαντομά και ποιος θα τους σώσει από τις ασχημονίες της γυναικός, αποστρέφοντας από ντροπή το βλέμμα στο γυμνό ανδρισμό τους. Υπάρχουν άραγε γυναίκες – ιππότες, που ως η Jeanne d’ Αrc θα σπηρουνίσουν το άσπρο άτι τους αφηρπάζοντας τα παρ’ ολίγον διακορευμένα αρσενικά και να τα αφήσουν στην ασφάλεια κάποιου μοναστηριού να κεντούν και να ψέλνουν ύμνους, μέχρι να εμφανιστεί η πριγκίπισσα να τους κάνει γαμβρούς;
Άβυσσος αι ψυχαί και τα μυαλά των γυναικών τη σήμερον ημέρα και τα δόλια αρσενικά χρήζουν προστασίας.
_____________________________________________
[1] Παραφθορά της Προσευχής της Παρθένου του Νίκου Γκάτσου, που μελοποιήθηκε από το Μάνο Χατζηδάκι κι ανήκει στη μουσική συλλογή του δεύτερου «Τα Παράλογα»:
Με είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία
απ’τηνΥπάτη το ‘σκασα και πήγα στη Λαμία
Ήμουν μικρούλα κι άπραγη, και δροσερή κι ωραία
πώς το ‘παθα, μανούλα μου, κι αγάπησα εκδορέα;
Το γαρ πολύ του έρωτος, γεννά παραφροσύνη
γι’ αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη
Στο δρόμο μου σφυρίζανε και με φωνάζαν Γκόλφω
μα ευτυχώς τον Τάσο μου τον λέγανε Ροδόλφο
Ήμουν ψηλή κι ανάλαφρη, κι αφράτη και μοιραία
Πώς έμπλεξα, μανούλα μου, με τέτοιο διαφθορέα;
Το γαρ πολύ του έρωτος, γεννά παραφροσύνη
γι’ αυτό κι οι νέοι μουσικοί θαυμάζουν το Ροσσίνι
Από σκαλί, σ’άλλο σκαλί κι από φιλί σε πάθος
πήρα σοκάκι ανάποδα και μονοπάτι λάθος
Κι απ’ το Ροδόλφο στο Μηνά κ ι απ’ τον Κοσμά στον Πάνο
πελάγωσα μανούλα μου, και τώρα τι να κάνω;
Το γαρ πολύ του έρωτος, γεννά παραφροσύνη
το διάβασα στον Παλαμά, το βρήκα στον Δροσίνη
Συναφής ανάρτηση: Αλφονσίνος ντυ Πλεσσί
© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 26 Ioυλίου 2008, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής, προστάτιδος των οφθαλμών, κόσμο ακούω και κόσμο δε βλέπω, βοηθήστε, καλοί μου χριστιανοί την αόμματη.