
Marc Chagall, Le violoniste (Ο Βιολιστής), 1911-14, Kunstsammlung Nordrhein-Westfalen, Düsseldorf, Γερμανία
Ζούσε μια φορά στα χρόνια τα παλιά στη μακρινή παγωμένη Ισλανδία ένα αγοράκι που το έλεγαν Χάραλντουρ, που η μάνα του ξαναπαντρεύτηκε έναν άντρα κακό και μοχθηρό που μισούσε το γιο της γυναίκας του.
Τον έστειλε λοιπόν να μείνει στο σπίτι του σκύλου, κλείδωνε το φαγητό, κι έδινε στο μικρό Χάραλντουρ να τρώει μόνο μπαγιάτικα ψίχουλα και να πίνει νερό απ' την τουαλέτα. Μετά τον βάραγε και τον έβαζε να κάνει δουλειές κι όταν ο κακομοίρης ο Χάραλντουρ -κατάκοπος το βράδυ- πήγαινε να κοιμηθεί στο χαλάκι του στο σπίτι του σκύλου και τουρτούριζε, τον ξύπναγε και τον έβαζε να ξανασκουπίσει και να πλύνει πάλι όλα τα πιάτα απ' την αρχή και μετά τον έβαζε και να γυαλίσει το πάτωμα με τη γλώσσα του.
Ο Χάραλντουρ είχε μια γάτα με φουντωτή ουρά, την κυρία Έρνα – Μαρία, που τα βράδια μιλούσε με ανθρώπινη λαλιά.
-Πού θα πάει αυτή η κατάσταση, κυρία Έρνα – Μαρία; Κλαψούριζε ο Χάραλντουρ στη γάτα.
-Ένας τρόπος υπάρχει. Να πας να μάθεις βιολί στον κύριο Γκούναρ, του απάντησε η γάτα με ύφος περισπούδαστο.
-Ο κύριος Γκούναρ είναι ένας γερο – παράξενος και δε θα με δεχτεί για μαθητή του χωρίς λεφτά.
-Βρε, άκου με κι εμένα που σου λέω!
Με τα πολλά πείστηκε ο Χάραλντουρ και την άλλη μέρα πάει και χτυπάει την πόρτα του Γκούναρ του βιολιστή.
-Βρε, καλώστο το Χάραλντουρ, σε περίμενα, λέει ο γερο – Γκούναρ στο μικρό και τον τράταρε παστό μπακαλιάρο και δυο τσικουλάτες.
Αμ' έπος, αμ' έργον, μόλις ο μικρός απόφαγε, αρχινάει ο γερο – Γκούναρ να τον διδάσκει βιολί.
Ντο, ρε, μι, ξεφτέρι ο μικρός, τ' άρπαζε με την πρώτη.
Φα, σολ, λα, σι, κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, σε δυο ωρίτσες ο μικρός έκανε το δοξάρι να μιλάει πάνω στις χορδές.
-Άντε, φεύγα τώρα και μην πεις σε κανέναν τίποτα για τα μαθήματά μας. Εντάξει;
-Εντάξει.
Τούτο συνεχίστηκε για πολύν καιρό ακόμη· ο Χάραλντουρ πήγαινε κρυφά τα βράδια στο σπίτι του γερο – Γκούναρ και το πρωΐ συνέχιζε να κάνει τις δουλειές που τον υποχρέωνε ο πατριός του, να τρώει τα μπαγιάτικα ψίχουλα και να πίνει τα απόνερα της τουαλέτας.
Ένα βράδυ ο γερο – Γκούναρ λέει στο Χάραλντουρ:
-Γιε μου, με ξεπέρασες στην τέχνη του βιολιού και, μα τον Όντιν, δεν πιστεύω ότι σου παραβγαίνει άλλος κανείς βιολιστής σ' ολάκερη τη Σκανδιναβία. Να, πάρε το βιολί μου, που το χάρισαν νεράιδες στον παππού μου, κι ώρα σου καλή.
Παίρνει ο Χάραλντουρ το βιολί και πριν φτάσει στο κρεβάτι του μέσα στο σπιτάκι του σκύλου, άρχισε να παίζει μια μελωδία.
Δεν απόσωσε τα πρώτα μέτρα του κομματιού και το σπίτι του σκύλου μεταμορφώθηκε σε σπίτι δίπατο.
-Επ, επ! Τι βλέπουν τα μάτια μου; Μουρμούρισε και σχεδόν κατουρήθηκε απ' τη χαρά του.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι και βρίσκει τον πατριό του να τρώει δώδεκα ταψιά με κουλουράκια.
-Να πας να πλύνεις τα ταψιά, λέει τότε εκείνος στο Χάραλντουρ.
Πιάνει ο μικρός δεύτερη μελωδία στο βιολί και πουφ! μεταμορφώθηκε ο πατριός του σε ποντικό.
Δίνει μια η γάτα, η κυρία Έρνα – Μαρία και τον έκανε μια χαψιά.
-Άλλη φορά, να ακούς τα ζώα που μιλάνε, λέει τότε η γάτα στο Χάραλντουρ και έγλειψε τη δεξιά της πατούσα, αφού χάιδεψε το μικρό βιολιστή με τη φουντωτή ουρά της.
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 24 Νοεμβρίου 2008