Μια φορά κι έναν καιρό, πάνε, γιε μου, χρόνια πολλά από τότε και δεν ήτανε τα μαλλιά μου άσπρα σαν το μπαμπάκι, έπεσε μεγάλη κακοκαιρία στο χωριό και κακή σοδειά κι ο κόσμος πεινούσε πολύ.
Ζούσε κι ένα ζευγάρι, ο Πότης και η Πότα με τ' όνομα, που ήσαντε ανθρώποι καλοί και προκομένοι. Η Πότα είχε μόλις γεννήσει ένα κοριτσάκι, που πέθανε το καψερό στη γέννα κι εσπάραξε η καρδιά του ζεύγους με το χαμό του, αλλά επειδή ήσαντε ανθρώποι θεοσεβούμενοι, δε βαρυγκόμιασαν με τη συμφορά τωνε κι είπανε πάλε «Δόξα να 'χει ο Θεός, αυτό ήτανε το θέλημά Του».
Μόλις γυρίσανε απ' την ταφή του μωρού, κάνουνε έτσι στην αυλίτσα και βλέπουνε ένα αγοράκι, τόσο δα μικρούλι σαν το δαχτυλάκι σου το μικρό, γυμνό και πεινασμένο, που έκλαιγε.
Το πήρε η Πότα και το σκέπασε με μια κουβέρτα και το βύζαξε κι έκαμε το σταυρό της που η Παναγιά τής έδωκε ένα παιδάκι στη θέση του άλλου που έχασε.
Του έφτιασε και ρουχαλάκια μικρά, τού 'πλεξε και μια σκουφίτσα και το νανάριζε και γέλαγε και χαιρότανε κι ο Πότης που απέκτησε γιο κι ας ήτανε μικρούλης τόσος δα! Πέρασε καιρός και βαφτίσανε το παιδί και το βγάλανε Φασουλάκη.
Οι άλλοι στη γειτονιά τους κοροϊδεύανε που καμαρώνανε ένα παιδί κούτσικο, αλλά ο Φασουλάκης μεγάλωνε κι όλο τραγούδαγε και έκαμε και τους άλλους να γελούνε και να ξεχνάνε την πείνα τους.
Μα οι κακοί καιροί συνεχιστήκανε κι η σοδειά πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο κι αδυνατίσανε ούλοι τόσο πολύ που φαινόσαντε τα κόκαλά τωνε.
Πάγει τότε ο Φασουλάκης στη μάνα του και στον πατέρα του και τους λέγει:
-Σε λίγο η πείνα θα μας αφανίσει ολουνούς κι ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το χωριό. Να με πνίξετε και να με θάψετε στο χωράφι.
Σταυροκοπηθήκανε ο Πότης και η Πότα.
-Κουνήσου, γιε μου απ' τη θέση σου, που θα πνίξουμε το γιο μας το μονογενή!
-Αυτό που σου λέγω, πατέρα, λέγει ο Φασουλάκης. Είναι θέλημα Θεού!
Κάμουνε τότε τάμα ο Πότης με την Πότα να μην τρώνε ούτε αγριοράδικα, αν δεν τους φανερωνόντανε το θέλημα του Θεού.
Αφού προσευχηθήκανε πολύ, ξάφνου λάμπει η κάμαρη κι έρχεται ένας άγγελος Κυρίου.
-Να ακούσετε ό,τι σας λέγει ο Φασουλάκης, αυτό θέλει ο Θεός!
Έκλαψαν ο Πότης κι η Πότα, μα σφίξανε την καρδιά τωνε κι ο Πότης πήγε κι έπνιξε το Φασουλάκη στον ύπνο του.
Παίρνει κι η Πότα το τσαπί κι άνοιξε μια τρύπα στο χωράφι και θάψανε μέσα το Φασουλάκη και ποτίσανε τον τάφο του με τα δάκρυά τους.
Την άλλη μέρα είχε φυτρώσει στο χωράφι ένα φυτό που άπλωσε παντού ρίζες κι έβγαλε από μέσα σπόρια, που ξεραθήκανε ευθύς στον ήλιο.
Τα βλέπουν τα φυτά οι χωριανοί και μαζέψανε τους σπόρους και τους βράσανε, να δούνε μπας και τρώγουνται, που τους είχε θερίσει η πείνα. Κι ήτανε η σούπα νόστιμη πολύ και την είπανε φασουλάδα, απ' το Φασουλάκη.
Κι ήρθανε όλοι και θρέψανε και βάλανε στα κόκαλά τωνε και κρέας και παχύνανε κι ευλόγησε τότες ο Θεός τον Πότη και την Πότα να κάμουνε πολλά παιδιά, δεκατρία θαρρώ, που ζήσανε όλα και γίνανε κοτζαμάν παλικάρια και κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά.
Ε, εγγονός αυτών των παιδιών, είσαι κι εσύ, γιε μου, γι' αυτό κάτσε και φάε τη φασουλάδα σου και να ευχαριστείς το Θεό που την έχεις, γιατί αλλιώς άδικα πνίξανε ο Πότης με την Πότα τον προπάππο σου, το Φασουλάκη.
Ζούσε κι ένα ζευγάρι, ο Πότης και η Πότα με τ' όνομα, που ήσαντε ανθρώποι καλοί και προκομένοι. Η Πότα είχε μόλις γεννήσει ένα κοριτσάκι, που πέθανε το καψερό στη γέννα κι εσπάραξε η καρδιά του ζεύγους με το χαμό του, αλλά επειδή ήσαντε ανθρώποι θεοσεβούμενοι, δε βαρυγκόμιασαν με τη συμφορά τωνε κι είπανε πάλε «Δόξα να 'χει ο Θεός, αυτό ήτανε το θέλημά Του».
Μόλις γυρίσανε απ' την ταφή του μωρού, κάνουνε έτσι στην αυλίτσα και βλέπουνε ένα αγοράκι, τόσο δα μικρούλι σαν το δαχτυλάκι σου το μικρό, γυμνό και πεινασμένο, που έκλαιγε.
Το πήρε η Πότα και το σκέπασε με μια κουβέρτα και το βύζαξε κι έκαμε το σταυρό της που η Παναγιά τής έδωκε ένα παιδάκι στη θέση του άλλου που έχασε.
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Συμπόσιο της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας, 1932, Μουσείο Θεόφιλου, Βαρειά Μυτιλήνης.
Του έφτιασε και ρουχαλάκια μικρά, τού 'πλεξε και μια σκουφίτσα και το νανάριζε και γέλαγε και χαιρότανε κι ο Πότης που απέκτησε γιο κι ας ήτανε μικρούλης τόσος δα! Πέρασε καιρός και βαφτίσανε το παιδί και το βγάλανε Φασουλάκη.
Οι άλλοι στη γειτονιά τους κοροϊδεύανε που καμαρώνανε ένα παιδί κούτσικο, αλλά ο Φασουλάκης μεγάλωνε κι όλο τραγούδαγε και έκαμε και τους άλλους να γελούνε και να ξεχνάνε την πείνα τους.
Μα οι κακοί καιροί συνεχιστήκανε κι η σοδειά πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο κι αδυνατίσανε ούλοι τόσο πολύ που φαινόσαντε τα κόκαλά τωνε.
Πάγει τότε ο Φασουλάκης στη μάνα του και στον πατέρα του και τους λέγει:
-Σε λίγο η πείνα θα μας αφανίσει ολουνούς κι ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το χωριό. Να με πνίξετε και να με θάψετε στο χωράφι.
Σταυροκοπηθήκανε ο Πότης και η Πότα.
-Κουνήσου, γιε μου απ' τη θέση σου, που θα πνίξουμε το γιο μας το μονογενή!
-Αυτό που σου λέγω, πατέρα, λέγει ο Φασουλάκης. Είναι θέλημα Θεού!
Κάμουνε τότε τάμα ο Πότης με την Πότα να μην τρώνε ούτε αγριοράδικα, αν δεν τους φανερωνόντανε το θέλημα του Θεού.
Αφού προσευχηθήκανε πολύ, ξάφνου λάμπει η κάμαρη κι έρχεται ένας άγγελος Κυρίου.
-Να ακούσετε ό,τι σας λέγει ο Φασουλάκης, αυτό θέλει ο Θεός!
Έκλαψαν ο Πότης κι η Πότα, μα σφίξανε την καρδιά τωνε κι ο Πότης πήγε κι έπνιξε το Φασουλάκη στον ύπνο του.
Παίρνει κι η Πότα το τσαπί κι άνοιξε μια τρύπα στο χωράφι και θάψανε μέσα το Φασουλάκη και ποτίσανε τον τάφο του με τα δάκρυά τους.
Την άλλη μέρα είχε φυτρώσει στο χωράφι ένα φυτό που άπλωσε παντού ρίζες κι έβγαλε από μέσα σπόρια, που ξεραθήκανε ευθύς στον ήλιο.
Τα βλέπουν τα φυτά οι χωριανοί και μαζέψανε τους σπόρους και τους βράσανε, να δούνε μπας και τρώγουνται, που τους είχε θερίσει η πείνα. Κι ήτανε η σούπα νόστιμη πολύ και την είπανε φασουλάδα, απ' το Φασουλάκη.
Κι ήρθανε όλοι και θρέψανε και βάλανε στα κόκαλά τωνε και κρέας και παχύνανε κι ευλόγησε τότες ο Θεός τον Πότη και την Πότα να κάμουνε πολλά παιδιά, δεκατρία θαρρώ, που ζήσανε όλα και γίνανε κοτζαμάν παλικάρια και κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά.
Ε, εγγονός αυτών των παιδιών, είσαι κι εσύ, γιε μου, γι' αυτό κάτσε και φάε τη φασουλάδα σου και να ευχαριστείς το Θεό που την έχεις, γιατί αλλιώς άδικα πνίξανε ο Πότης με την Πότα τον προπάππο σου, το Φασουλάκη.
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 24 Νοεμβρίου 2008
3 σχόλια:
Σήμερα το παραμύθι έχει:
Φασολάδα!
εγώ πάντως το τρώω όλο το φαϊ μου!και πετάω τη σκούφια μου για όσπρια!
και παρά του αντιθέτου φήμες, δεν επακολουθεί κοντσέρτο (τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα περίμενε κανείς) λολ
@ Σπίθα,
Από πραγματικότητα ξεκίνησε. Φασολάδα μαγείρεψα στ' αλήθεια. Όσο βράζανε οι φασούλες έγραφα το παραμύθι. Χυλώσανε κιόλας και γίνανε όνειρο!
@ Τοβενίτο,
Εύγε, καμάρι μου! Αυτό είναι και το νόημα. Γι' αυτό κι εγώ θα σου αγοράσω μια ραμόνα απ' το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας!
Δημοσίευση σχολίου