Παλιά, πολύ παλιά ζούσε στου Χαροκόπου ένας τσαγκάρης επιτήδειος πολύ, ο μπαρμπα – Βασίλης. Οι ανθρώποι στο συνοικισμό ήσαντε φτωχοί και τα παιδιά ντωνε κυκλοφορούσανε πιο πολύ ξυπόλητα παρά ποδεμένα. Μα σαν ερχόντανε η Λαμπρή και κονομούσανε κάνα καινούργιο ζευγάρι ποδήματα, για να μη χαλάνε εύκολα τα πηγαίνανε στο μπαρμπα – Βασίλη και κειος τους έβαζε μπρος μεταλλικές μύτες και καινούργια τακούνια για ν' αντέχουνε στην κλωτσοπατινάδα.
Ο μπαρμπα – Βασίλης είχε μιαν ανεψιά, την Καλλιοπίτσα, που ήτονα αγοροκόριτσο και τσαούσα κι όλο ξύλο έτρωγε και μυαλό δεν έβαζε, κι ήτονα και πεισματάρα και γλωσσού και η τσαναμπετιά της έσκαζε γάιδαρο.
Κάθε που η Καλλιοπίτσα έπαιρνε καινούργια παπούτσια, πρώτη και καλύτερη στο μπάρμπα για μύτες και τακούνια κι ύστερις τα φόραγε και το 'σκαγε με τη Μάρω και σουφρώνανε γλυκά στα πανηγύρια.
Μια φορά τηνε κλείσανε την Καλλιοπίτσα οι γονείς της τιμωρία στο μέρος, μα εκείνη τράβηξε και το συρτάκι και κάθησε μέσα δυο μερόνυχτα και της φωνάζανε οι γονείς της:
-Έβγα, βρε Καλλιοπίτσα απ' την Καλλιόπη να κάμουμε την ανάγκη μας.
-Όχι, είμαι τιμωρημένη.
-Έβγα, μπρε θα τα κάμουμε επάνω μας.
-Όχι, είμαι τιμωρημένη.
-Αμάν, μπάρε μ' έληξε η τιμωρία!
-Όχι, δεν έληξε, είμαι τιμωρημένη!
-Βρε, καλή μου, βρε, κακή μου, έβγα και θα σε λιανίσει ο πατέρας σου.
Έβγαινε εκείνη.
-Βάρα τώρα.
Του ανέβηκε του ανθρώπου το αίμα στο κεφάλι.
-Βάρα σου λέω, είπες θα με δείρεις.
Μια άλλη φορά η Καλλιοπίτσα κλέβει τις κάλτσες της μάνας της, βάνει και τα παπούτσια, μάδησε και παπαρούνες και τις εκόλλησε στα νύχια της -τάχα πως ήσαντε βαμμένα- και παίρνει τη Μάρω αλαμπρατσέτα. Η Μάρω ακολούθαγε σα χάχας.
-Πάμε στο πανηγύρι των Αγίων Πάντων για παγωτά; Ρίχνει την ιδέα η Καλλιοπίτσα.
-Με τι λεφτά;
-Κάτσε, θα πάμε στην κυρά Σοφία τη μαμμή.
Πάνε στην κυρά Σοφία, μπροστά η Καλλιοπίτσα.
-Κυρά Σοφία, είπε η μάνα μου να μου δώκεις ένα εικοσάρι και θα στο δώσει λέει, μόλις πληρωθεί ο πατέρας μου.
Τό 'δωκε το κοσάρι η κυρά Σοφία, μα μετά τής εμπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά, γιατί ήτανε 2 του μηνός κι ο μπαρμπα Στέλιος πληρωνόντανε κάθε πρωτομηνιά. Μια και δυο πάει στην κυρά Μαρίκα.
-Μαρίκα μου, η κόρη σου το και το, αλλά κοίτα μόλις ο Στέλιος πληρωθεί να με το δώκεις, γιατί έχω χρεία και κόψιμο.
Στο μεταξύ οι μικρές επήγανε στο πανηγύρι, φάγανε γλειφιτζούρια και ζαχαρωτά και μαλλί της γριάς, αγοράσανε και ραβανί και παστέλλια, σουφρώσανε και κάτι κουλουράκια και σκάσανε, αλλά πάλε τα λεφτά ήτανε πολλά και τους περίσσεψε ένα ταλληράκι, που το 'βαλε η Καλλιοπίτσα στο τσεπάκι.
Με το που επιστρέφει η Καλλιοπίτσα σπίτι, βλέπει την κυρά Σοφία, τη μάνα της και τον πατέρα της να πίνουνε καφέ.
«Ωχ, κακά μαντάτα», σκέφτηκε.
Φεύγει η κυρα – Σοφία κι αρχίζει ο εξάψαλμος.
-Μπρε, αχαΐρευτη, μπρε ανεπρόκοπη, πήρες απ' την κυρα – Σοφία το κοσάρι;
-Όχι.
Πάει ο πατέρας της να την τσουρομαδήσει, της πέφτει απ' το τσεπάκι το τάλληρο.
-Κι αυτό τι είναι;
-Δεν ξέρω!
-Ψεύτρα, μωρή θα τηνε βγάλεις τη γυναίκα; Πού το βρήκες το τάλληρο;
-Στο δρόμο.
Βγάνει ο Στέλιος το ζωνάρι, πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
-Βάρα, βάρα κι άλλο.
Κόντευγε ο άνθρωπος να λιποθυμήσει και να τού έρθει συμφόρηση.
-Εντάξει; Ευχαριστήθηκες τώρα; Ξαναδείρε.
Όταν τα χαΐρια της Καλλιοπίτσας πληθύνανε πολύ, πάει η μάνα της η Μαρίκα στην Κατίγκω τη μάγισσα.
-Φέρε μου τα παπούτσια της λεγάμενης με τις σιδερένιες μύτες, της λέγει εκείνη.
Της τα πήγε. Ανάβγει η Κατίγκω λιβάνια, είπε τα πατερημά της και τα δίνει πάλε πίσω στη Μαρίκα.
-Άμε τώρα στο καλό.
Ξημέρωσε ο Θιος την άλλη μέρα, κάνει σκασιαρχείο η Καλλιοπίτσα και τραβάει κατά τα χωράφια να φάει τσάγαλα.
Σφίγγουνε τότες τα παπούτσια πολύ. Πάγει να τα βγάλει σφίγγανε παραπάνω.
Πάγει να κόψει τσάγαλα, νάσου μπρος της ξεπροβάλλει ένας φακίρης τεράστιος και της δίνει μια μπάτσα. Χρααααπ! Κόκαλο η Καλλιοπίτσα.
Φεύγει με το κεφάλι σκυφτό και πάγει πάλε σπίτι της.
-Πώς ήτανε, Καλλιοπίτσα μου η μέρα στο σκολειό;
-Καλά, με σήκωσε κι ο δάσκαλος και μού 'βαλε και δεκαράκι.
Ξαναμανασφίγγουνε πάλε τα παπουτσάκια με τις σιδερένιες μύτες, νάτος πάλε ο φακίρης! Χρααπ! Δεύτερη μπάτσα.
-Πώς ήτανε, Καλλιοπίτσα μου η μέρα στο σκολειό;
-Το 'σκασα να πάω να φάγω τσάγαλα. Ξεσφίγγουνε τότες τα παπουτσάκια.
Έφτασε βράδυ, και πήγε η Καλλιοπίτσα να βγάλει τα παπούτσια της να κοιμηθεί, τούτα δε βγαίνανε με τίποτα, κολλήσανε πάνω στο δέρμα της.
Πέφτει για ύπνο με τα παπούτσια.
Την άλλη μέρα ήτονα της Αγια – Παρασκευής. Παίρνει η Καλλιοπίτσα τη Μάρω αλαμπρατσέτα, πάνε στο πανηγύρι. Κεια που η Καλλιοπίτσα έπιανε κουβέντα με τον κυρ – Λάμπρο για να του σουφρώσει ένα μαντολάτο, ξανασφίγγουνε τα παπουτσάκια, τηνε μαύρισε πάλε ο φακίρης.
Τούτο συνεχίστηκε για καιρό πολύ, και κάθε που η Καλλιοπίτσα πήγαινε να κάμει καμιά καινούργια κασκαρίκα τηνε κανόνιζε καλά ο φακίρης, μέχρι που έβαλε η Καλλιοπίτσα μυαλό κι έγινε καλό κορίτσι, σεβαστικό και συσταζούμενο.
Μα τα 'χε άχτι τα παπούτσια και μια μέρα τα ρίχνει μέσα στη σόμπα να καούνε.
Καήκανε τότε τα παπουτσάκια και λύωσανε και οι μεταλλικές τους μύτες, μα από τότες της Καλλιοπίτσας βρωμάγανε τα πόδια της.
Ο μπαρμπα – Βασίλης είχε μιαν ανεψιά, την Καλλιοπίτσα, που ήτονα αγοροκόριτσο και τσαούσα κι όλο ξύλο έτρωγε και μυαλό δεν έβαζε, κι ήτονα και πεισματάρα και γλωσσού και η τσαναμπετιά της έσκαζε γάιδαρο.
Κάθε που η Καλλιοπίτσα έπαιρνε καινούργια παπούτσια, πρώτη και καλύτερη στο μπάρμπα για μύτες και τακούνια κι ύστερις τα φόραγε και το 'σκαγε με τη Μάρω και σουφρώνανε γλυκά στα πανηγύρια.
Μια φορά τηνε κλείσανε την Καλλιοπίτσα οι γονείς της τιμωρία στο μέρος, μα εκείνη τράβηξε και το συρτάκι και κάθησε μέσα δυο μερόνυχτα και της φωνάζανε οι γονείς της:
-Έβγα, βρε Καλλιοπίτσα απ' την Καλλιόπη να κάμουμε την ανάγκη μας.
-Όχι, είμαι τιμωρημένη.
-Έβγα, μπρε θα τα κάμουμε επάνω μας.
-Όχι, είμαι τιμωρημένη.
-Αμάν, μπάρε μ' έληξε η τιμωρία!
-Όχι, δεν έληξε, είμαι τιμωρημένη!
-Βρε, καλή μου, βρε, κακή μου, έβγα και θα σε λιανίσει ο πατέρας σου.
Έβγαινε εκείνη.
-Βάρα τώρα.
Του ανέβηκε του ανθρώπου το αίμα στο κεφάλι.
-Βάρα σου λέω, είπες θα με δείρεις.
Μια άλλη φορά η Καλλιοπίτσα κλέβει τις κάλτσες της μάνας της, βάνει και τα παπούτσια, μάδησε και παπαρούνες και τις εκόλλησε στα νύχια της -τάχα πως ήσαντε βαμμένα- και παίρνει τη Μάρω αλαμπρατσέτα. Η Μάρω ακολούθαγε σα χάχας.
-Πάμε στο πανηγύρι των Αγίων Πάντων για παγωτά; Ρίχνει την ιδέα η Καλλιοπίτσα.
-Με τι λεφτά;
-Κάτσε, θα πάμε στην κυρά Σοφία τη μαμμή.
Πάνε στην κυρά Σοφία, μπροστά η Καλλιοπίτσα.
-Κυρά Σοφία, είπε η μάνα μου να μου δώκεις ένα εικοσάρι και θα στο δώσει λέει, μόλις πληρωθεί ο πατέρας μου.
Τό 'δωκε το κοσάρι η κυρά Σοφία, μα μετά τής εμπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά, γιατί ήτανε 2 του μηνός κι ο μπαρμπα Στέλιος πληρωνόντανε κάθε πρωτομηνιά. Μια και δυο πάει στην κυρά Μαρίκα.
-Μαρίκα μου, η κόρη σου το και το, αλλά κοίτα μόλις ο Στέλιος πληρωθεί να με το δώκεις, γιατί έχω χρεία και κόψιμο.
Στο μεταξύ οι μικρές επήγανε στο πανηγύρι, φάγανε γλειφιτζούρια και ζαχαρωτά και μαλλί της γριάς, αγοράσανε και ραβανί και παστέλλια, σουφρώσανε και κάτι κουλουράκια και σκάσανε, αλλά πάλε τα λεφτά ήτανε πολλά και τους περίσσεψε ένα ταλληράκι, που το 'βαλε η Καλλιοπίτσα στο τσεπάκι.
Με το που επιστρέφει η Καλλιοπίτσα σπίτι, βλέπει την κυρά Σοφία, τη μάνα της και τον πατέρα της να πίνουνε καφέ.
«Ωχ, κακά μαντάτα», σκέφτηκε.
Φεύγει η κυρα – Σοφία κι αρχίζει ο εξάψαλμος.
-Μπρε, αχαΐρευτη, μπρε ανεπρόκοπη, πήρες απ' την κυρα – Σοφία το κοσάρι;
-Όχι.
Πάει ο πατέρας της να την τσουρομαδήσει, της πέφτει απ' το τσεπάκι το τάλληρο.
-Κι αυτό τι είναι;
-Δεν ξέρω!
-Ψεύτρα, μωρή θα τηνε βγάλεις τη γυναίκα; Πού το βρήκες το τάλληρο;
-Στο δρόμο.
Βγάνει ο Στέλιος το ζωνάρι, πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
-Βάρα, βάρα κι άλλο.
Κόντευγε ο άνθρωπος να λιποθυμήσει και να τού έρθει συμφόρηση.
-Εντάξει; Ευχαριστήθηκες τώρα; Ξαναδείρε.
Όταν τα χαΐρια της Καλλιοπίτσας πληθύνανε πολύ, πάει η μάνα της η Μαρίκα στην Κατίγκω τη μάγισσα.
-Φέρε μου τα παπούτσια της λεγάμενης με τις σιδερένιες μύτες, της λέγει εκείνη.
Της τα πήγε. Ανάβγει η Κατίγκω λιβάνια, είπε τα πατερημά της και τα δίνει πάλε πίσω στη Μαρίκα.
-Άμε τώρα στο καλό.
Ξημέρωσε ο Θιος την άλλη μέρα, κάνει σκασιαρχείο η Καλλιοπίτσα και τραβάει κατά τα χωράφια να φάει τσάγαλα.
Σφίγγουνε τότες τα παπούτσια πολύ. Πάγει να τα βγάλει σφίγγανε παραπάνω.
Πάγει να κόψει τσάγαλα, νάσου μπρος της ξεπροβάλλει ένας φακίρης τεράστιος και της δίνει μια μπάτσα. Χρααααπ! Κόκαλο η Καλλιοπίτσα.
Φεύγει με το κεφάλι σκυφτό και πάγει πάλε σπίτι της.
-Πώς ήτανε, Καλλιοπίτσα μου η μέρα στο σκολειό;
-Καλά, με σήκωσε κι ο δάσκαλος και μού 'βαλε και δεκαράκι.
Ξαναμανασφίγγουνε πάλε τα παπουτσάκια με τις σιδερένιες μύτες, νάτος πάλε ο φακίρης! Χρααπ! Δεύτερη μπάτσα.
-Πώς ήτανε, Καλλιοπίτσα μου η μέρα στο σκολειό;
-Το 'σκασα να πάω να φάγω τσάγαλα. Ξεσφίγγουνε τότες τα παπουτσάκια.
Έφτασε βράδυ, και πήγε η Καλλιοπίτσα να βγάλει τα παπούτσια της να κοιμηθεί, τούτα δε βγαίνανε με τίποτα, κολλήσανε πάνω στο δέρμα της.
Πέφτει για ύπνο με τα παπούτσια.
Την άλλη μέρα ήτονα της Αγια – Παρασκευής. Παίρνει η Καλλιοπίτσα τη Μάρω αλαμπρατσέτα, πάνε στο πανηγύρι. Κεια που η Καλλιοπίτσα έπιανε κουβέντα με τον κυρ – Λάμπρο για να του σουφρώσει ένα μαντολάτο, ξανασφίγγουνε τα παπουτσάκια, τηνε μαύρισε πάλε ο φακίρης.
Τούτο συνεχίστηκε για καιρό πολύ, και κάθε που η Καλλιοπίτσα πήγαινε να κάμει καμιά καινούργια κασκαρίκα τηνε κανόνιζε καλά ο φακίρης, μέχρι που έβαλε η Καλλιοπίτσα μυαλό κι έγινε καλό κορίτσι, σεβαστικό και συσταζούμενο.
Μα τα 'χε άχτι τα παπούτσια και μια μέρα τα ρίχνει μέσα στη σόμπα να καούνε.
Καήκανε τότε τα παπουτσάκια και λύωσανε και οι μεταλλικές τους μύτες, μα από τότες της Καλλιοπίτσας βρωμάγανε τα πόδια της.
_______________________
Σημείωση
Όλα τα πρόσωπα του παραμυθιού κι όλα τα περιστατικά μέχρι την επέμβαση της μάγισσας είναι πραγματικά. Την Καλλιοπίτσα τη λένε στην πραγματικότητα Κατινίτσα κι είναι η αδερφή της μητέρας μου και νονά μου, μετέπειτα αντάρτισσα στον ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και σημαιοφόρος του τάγματος Νέας Σμύρνης - Παλαιού Φαλήρου στα Δεκεμβριανά. Επειδή όμως τη μάγισσα σ' όλα τα παραμύθια μου σ' αυτό το ιστολόγιο την έβγαλα Κατίγκω, δεν ήθελα να έχει το ίδιο όνομα το κοριτσάκι με τη μάγισσα. Και όχι, δε βρωμάνε τα πόδια της. Αλλά, φάλαγγα της έκαναν.
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 19 Νοεμβρίου 2008
4 σχόλια:
..Δεν πειράζει Καλλιοπίτσα..
ας βρωμάνε τα πόδια σου..
Αχ αυτά τα μάγια..
μόνο με "ηρωϊκές" πράξεις λύνονται ε?
Θα μεγαλώσει η Καλλιοπίτσα.
Θα φορά ότι θέλει και δεν θα μυρίζουν τα ποδαράκια της.
Καλημέρα, Αστερόεσσα.
ΧΜ
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΝ
μου έκανε εντύπωσις η σωστή χρήσις λέξεων πχ τζάγαλα... που έχουν λίγο αποπέσει... στην λαλιά μας...
στα Δεκεμβριανά λοιπόν ε?? χμ
~☺~
Δημοσίευση σχολίου