Μια φορά, χρόνια πολλά πριν γεννηθώ εγώ, μια γάτα γέννησε στην αυλή μας επτά γατάκια. Ο παππούς μου ο Στέλιος ήταν άνθρωπος ευαίσθητος και ψυχοπονιάρης και τις εκπαίδευε. Μια περπάταγε στα πισινά της πόδια με στρατιωτικό βηματισμό κι ένα κλαδάκι για όπλο. Αλλά μία απ' όλες, η πιο όμορφη με φουντωτή ουρά και τρίχωμα παχύ και μάτι τσακίρικο σαν της Κλεοπάτρας ήταν η ντίβα. Έδινε την εντύπωση της ήσυχης γάτας, γιατί κάθε που το Τρίτο Πρόγραμμα έπαιζε κλασική μουσική, αυτή έτρεχε κάτω απ' το ράδιο και χουρχούριζε απολαμβάνοντας τη μουσική με τα μάτια κλειστά. Αλλά μην την πλησιάσεις, αν δεν της άρεσες. Έβγαζε νύχια και σου κατέβαζε φιλέττα. Κοντά σ' όλα της τα κουσούρια, ήταν ζηλιάρα και κλέφτρα, ο φόβος και ο τρόμος της γειτονιάς. Πώς το έφερνε από δω, πώς από κει, κατάφερνε να κλέβει τυρί που ήταν κρεμασμένο στο φανάρι κι η κυρά Κατερίνα φώναζε:
-Κυρα - Μαρίκα, κυρα - Μαρίκα, το κακορίζικο το ζωντανό σου πάλι μας πρόκοψε!
Μια μέρα πήδησε και στην αυλή του κυρ – Παναγιώτη. Ο κυρ – Παναγιώτης ήτανε ψάλτης και μουσικόφιλος κι είχε ένα βιολί και το γρατζούναγε και νόμιζε πως είναι βιρτουόζος, αλλά κάθε φορά που έπαιζε, σφαλίζανε πορτοπαράθυρα, αλλά δεν του έλεγαν και τίποτα, γιατί ήτανε άνθρωπος καλός και γλυκύς. Κάθεται λοιπόν στην αυλή να διαβάσει την εφημερίδα του, ενώ η γυναίκα του, η κυρα – Βαγγελία, νοσοκόμα στον Ευαγγελισμό, πήγε για δουλειά, αφού έβαλε κρέας στη γκαζιέρα να βράζει. Εκείνο τον καιρό, μετά την Κατοχή, ήτανε συχνές οι διακοπές ρεύματος κι ο κόσμος μαγείρευε σε γκαζιέρες. Αλλά επειδή συχνά - πυκνά σκάγανε και γίνονταν ατυχήματα, μαγειρεύανε στις αυλές. Λέει λοιπόν η κυρα – Βαγγελία στον κυρ – Παναγιώτη:
-Ρίχνε πού και πού καμιά ματιά και στο κρέας.
Η γάτα μας ξελιγώθηκε απ' τη μυρωδιά κι άρχισε να κόβει βόλτες γύρω απ' τη γκαζιέρα, έχοντας το ένα μάτι στον κυρ – Παναγιώτη, που την έκανε χάζι κρυφά πίσω απ' την εφημερίδα του.
Το νερό της γκαζιέρας κόχλαζε και το καπάκι ανεβοκατέβαινε. Δίνει μια η γάτα και το ρίχνει το καπάκι καταγής. Ο κυρ – Παναγιώτης είχε κρυφοκατουρηθεί στα γέλια, αλλά δεν κουνήθηκε από περιέργεια, να δει πού το πάει η γάτα. Η γάτα πάνω απ' την κατσαρόλα να καιροφυλακτεί. Καθώς το κρέας ανέβαινε στην επιφάνεια βγάζει η γάτα μας το νύχι και το καρφώνει και το πετά εκτός κατσαρόλας. Ζεματίστηκε και το κύλησε στα χώματα κι ύστερα το βούτηξε κι έγινε Λούης.
Έρχεται το απόγευμα η κυρα – Βαγγελία, να ρίξει στη σούπα μανεστράκι:
-Παναγιώτη, πού είναι το κρέας;
-Το πήρε η γάτα της κυρα – Μαρίκας.
-Βρε, Παναγιώτη, αμάν το φαΐ!
Φάγανε οι άνθρωποι ψωμοτύρι, αλλά κουβεντιάζανε καιρό τα κατορθώματα της γάτας.
Τέτοια κι άλλα πολλά έκανε η γάτα μας κι είχε γίνει ο τρομοκράτης Νέας Σμύρνης και περιχώρων. Αλλά είχε κακά στερνά, γιατί κάποιος της έδωσε να φάει κρέας με γυαλιά και σφάδαζε το κακόμοιρο το ζωντανό και τότε την κλάψανε τη γάτα εχθροί και φίλοι.
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 20 Νοεμβρίου 2008
3 σχόλια:
Ο κυρ Παναγιώτης δεν ήταν εντάξει.
Απαράδεκτος.
Αλλά υπήρχε ένας άλλος γάτος στην γειτονιά μου, φόβος και τρόμος.
Γεγονός, αληθινό.
Σωκράτη τον ονομάσαμε και τον είχαμε στα όπα-όπα. Μόλις μας έβλεπε μας ακολουθούσε, έμπαινε στο ασανσερ και αφού ανοίγαμε την πόρτα, αυτός κατευθείαν στο ψυγείο! Του είχαμε πάντα φαί, έτρωγε και αμέσως μετά να φύγει, Αν δεν του ανοίγαμε την πόρτα ορμούσε και γρατζουνούσε:)
Φόβος και τρόμος στην γειτονιά. Γάτες έδερνε καθημερινώς, έως και οι σκύλοι δεν τον πλησίαζαν...
Δέκα χρόνια τριγυρνούσε στην περιοχή, δεν δεχόταν να μείνει σε σπίτι. Αλητάμπουρας:)
Κάποια μέρα χάθηκε.
Δεν τον ξανάδαμε, τι έκανε που πήγε, τίποτα.
Ίσως βρήκε καλύτερη γειτονιά.
Τον έχω πάρει και φωτογραφία τον μπαγάσα και τον βλέπω ακόμη!
Δεν σου είπα να μην ανεβάζεις ποστάκια πέντε-πέντε!
Δεν προλαβαίνουμε να τα διαβάζουμε!
@ Σπίθα,
Η δικιά μας ήταν κορίτσι από σπίτι! :)
@ Ασκαρούλη, τσα!
Όταν οι αμαρτωλές ηρωΐδες του ακόλαστου blog σου έχουν απανωτούς οργασμούς, δε δικαιούμαι κι εγώ απανωτών συγγραφικών οργασμών η ... ανοργασμικιά; :Ρ
Δημοσίευση σχολίου