Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Eξ Ιωνίας


«Υπάρχει αλήθεια και ψεύδος άραγε;… ή υπάρχει μονάχα νέον και παλαιόν;… Και το ψεύδος είναι μονάχα το γήρας της αληθείας;»
 Κ. Π. Καβάφης.





Η γιαγιά η Μαρίκα ήταν καλή παραμυθού. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να την κάνει να χαλαρώσει τόσο, που να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Γιατί ήταν ακατανίκητη η έλξη που αισθανόταν στο παιχνίδι που τόσους χρόνους έπαιζε. Γιατί η αλήθεια ήταν μόνο ο μύθος της ζωής της, που τόσα χρόνια υπομονετικά κι εμπνευσμένα ύφαινε και τίποτε άλλο δεν υπήρχε πέρα από το δικό της παραμύθι, στο οποίο εκείνη ήταν συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός συνάμα. Γιατί, αν εμφανιζόταν ξάφνου ο Μέγας Θαυματοποιός, ο καλύτερος Μάγος Ανατολής και Δύσης, και την υπνώτιζε για να τη βάλει κατόπιν να διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, δεν είμαι καθόλου βέβαιη αν, έστω και υπνωτισμένη, θα ‘λεγε αλήθεια ή αν θα σέρβιρε και πάλι κάποιο παραμύθι. Όχι πως αγαπούσε η Μαρίκα τα ψέμματα. Κάθε άλλο. Ό,τι όμως φαντασιωνόταν έπαιρνε υπόσταση, σάρκα και οστά, γινόταν πραγματικότητα που εκείνη πίστευε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας της. Αυτό από μόνο του ήταν μια ισχυρή ένδειξη πως ήταν μάγισσα. Υπήρχαν βέβαια κι άλλα σημάδια αναμφιβήτητα.

Το σίγουρο πάντως ήταν ότι γεννήθηκε στην Τρίγλια απ’ το σεντζέκι Μουδανιών, που υπαγόταν στον καζά της Προύσας της Μικράς Ασίας, στα τέλη του προ – προηγούμενου αιώνα, ίσως το 1885. Πως πατέρας της ήταν ο Γιώργης Μπαρμπής και μάνα της η Μαρία, το γένος Μαγουλά. Πως ο Γιώργης ήτανε πρακτικός περιοδεύων κτηνίατρος που γύριζε από χωριό σε χωριό. Πως η μάνα της ήτανε απλή γυναίκα, αγράμματη, από φτωχή οικογένεια και μάλλον αυστηρή, που πρέπει ν’ αγαπούσε τον άντρα της και να τον θαύμαζε και γι’ αυτό του ‘κανε επτά παιδιά με προθυμία. Την Ελένη, το Δημητρό, τη Μαρίκα, το Βασιλάκη, τη Σμαρώ, την Αναστασία και τον Παναγιωτάκη που πέθανε παλικαράκι από ‘μάτι’. Πως ήταν οικογένεια αν όχι πλούσια πάντως εύπορη αρκετά, που είχε το βιος της και το ‘έχει’ της, κτήματα και γεννήματα. Το σπίτι τους ήτανε το πιο ψηλό σ’ όλο το χωριό, τρίπατο, κι είχε απ’ έξω τρεις μουριές, να βγάζουν το καλοκαίρι από κάτω καρέκλες να δροσίζονται στον ίσκιο τους. Σαν ερχόταν το φθινόπωρο κι έβγαινε ο μούστος φτιάχνανε γλυκοσούτζουκα και τα κρεμάγανε στο κατώι. Τα σοροπιαστά γλυκά και το πετιμέζι κυριαρχούσαν στη ζωή τους. Τρώγανε πολύ στο σπίτι τους το πετιμέζι, να γεμίζουν την ψυχή τους από απτά δείγματα αγάπης. Αγάπη στην τέλεια υλική της έκφανση. Όσο γλυκειά παίρνει. Κι απ’ το πετιμέζι τι ποιο γλυκό; Τις κρύες νύχτες του χειμώνα κουρνιάζανε οι γυναίκες στο μιντέρι τους κι η μάνα τους έβραζε στη σόμπα καλαμπόκι που το τρώγανε μετά με πετιμέζι. Μπερεκέτια. Και λέγανε ιστορίες για το Νασρεδίν Χότζα και περνάγανε τα βράδια τους γλυκά.

Και κύλαγε ο καιρός μ’ άργητα ανατολίτικη, με τ’ αρώματα του γιασεμιού και της γαρδένιας να φέρνουνε νάρκη, με ροδέλαια που φέρνανε απ’ τη Βουλγαρία, με σαλέπια να ζεσταίνουνε τα σωθικά και να τους αναπαύουν, γιατί όλα στη ζωή ήταν για τους ανατολίτες ανάπαυση και ηρεμία, γαλήνη και αταραξία, ένα «φάε Χότζα μου πιλάφι» και πού και πού κάποια μικροεπεισόδια με τους μάγκες του χωριού και τους κομψευάμενους της εποχής που τώρα φαντάζουνε αστεία, παιδικά και αφελή.

Όπως τότε που δυο μάγκες πήγανε νύχτα σ’ έναν οπωρώνα να φάνε κεράσια. Εκεί που τρώγανε κόκκινα κεράσια τραγανά, να’ σου ο αγροφύλακας. Φοβήθηκαν οι μάγκες κι ανέβηκαν πάνω σε μια κερασιά. Ο ένας είχε επάνω του στουπί κι άρχισε να το κόβει κομματάκια - κομματάκια και να το ρίχνει καταγής, αφού πρώτα του έβαζε φωτιά με το τσακμάκι. Έβλεπε ο αγροφύλακας φωτιές να πέφτουν από ψηλά και νόμιζε πως οι φωτιές πέφτουν από τον ουρανό. Τα ‘χασε. Λέει τότε ο ένας μάγκας με φωνή απόκοσμη:


«Μιχαήλ, Μιχαήλ…!»
«Ναι, Γαβριήλ, του απαντάει τότε ο άλλος»
«Ρίψε πυρ και κατάκαυσε αυτόν!»
Κι άρχισαν να πέφτουν βροχή κάτω τα αναμμένα στουπιά.
Κι όπου φύγει – φύγει ο αγροφύλακας.

Η Μαρίκα είχε αδυναμία στον πατέρα της κι εκείνος όταν πήγαινε ταξίδια, της έφερνε δώρα γυάλινα χρωματιστά βραχιόλια. Σα γυναίκα ήταν άσχημη πολύ, αλλά συνάμα και γοητευτική. Είχε αυτό το κάτι που μαγνήτιζε τα μάτια. Γοητεία και τρέλα. Τρέλα περίεργη. Ήτανε πολύ ψηλή κι αδύνατη, οστεώδης. Μελαχροινή με σταρένια επιδερμίδα, με μάτια καφελιά, μαλλιά αραιά - λιγοστά, που τα κούρευε αλά γκαρσόν, σπαστά, να κάνουν μια μπούκλα πάνω απ’ το αυτί. Ήτανε κοκέτα, ήθελε να ντύνεται με τη μόδα κι είχε μια υπεροψία που έκανε το ένα φρύδι της να σηκώνεται πάνω ειρωνικά. Ήταν μια γυναίκα μπλαζέ, που ζούσε στα παραμύθια, που φανταζότανε ωραίους πρίγκιπες να της φέρνουνε μπριλάντια και διαμαντικά. Διψούσε για αγάπη κι έπαιρνε από τους δικούς της ό,τι της δίνανε. Σχεδόν θεωρούσε πως οι άλλοι ήτανε υποχρεωμένοι να της δίνουν. Αλλά το έκανε με ανωτερότητα και τη γνωστή υπεροψία που ανασήκωνε το ένα φρύδι ψηλά, όλο ειρωνεία.

Ήταν η τρίτη κατά σειρά απ’ τα’ αδέρφια της κι ήθελε σ’ όλα της να ξεχωρίζει. Έκανε την έξυπνη και πετούσε αποφθέγματα. Ξεφούρνιζε κατεβατά σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Οι άλλοι θαμπώνονταν στις γνώσεις της και της αναγνώριζαν τη θέση που ήθελε να έχει. Είχε στο νου της πρότυπα ομορφιάς με γυναίκες παρφουμαρισμένες με μέση δαχτυλίδι. Κι έσφιγγε τη μέση της και τους κορσέδες όσο την έπαιρνε. Μέχρι να σκάσει. Κάποια στιγμή έκοψε και το φαΐ. Έπαθε αδενοπάθεια και της κόπηκε η περίοδος. Τη στείλανε στην εξοχή σε κάποιους συγγενείς και την ταΐζανε με το ζόρι.

Κάποια μέρα άρχισε το σκυλί ν’ αλυχτάει, να ουρλιάζει και να κλαίει. Κι έβαλε η Μαρίκα σε εφαρμογή το άλλο της χάρισμα, να προφητεύει το μέλλον. Το μέλλον της αποκαλυπτόταν κυρίως στα όνειρα.

Ήρθε ο Δημητρός που ήταν ο αγαπημένος της αδερφός να την πάρει.
«Ξέρω, του λέγει, τι έγινε… Πέθανε ο πατέρας.» Και λύθηκε σε δάκρυα. Ο Γιώργης δεν είχε κανένα λόγο να πεθάνει έτσι ξαφνικά. Άφησε τον κόσμο έτσι, χωρίς προειδοποίηση. Η Μαρίκα όμως το ήξερε, το είδε μπροστά της να συμβαίνει, γιατί ήταν μάγισσα.

Κάπου εκεί έγινε η έξοδος απ’ τον Παράδεισο. Πάει η ανατολίτικη νιρβάνα, πάνε τα όνειρα για τα μεγαλεία και τα παλάτια. Οι κοπέλες έπρεπε να βρουν δουλειά να συμπληρώσουν την προίκα τους. Η Σμαρώ βρήκε δουλειά σε βιοτεχνία μεταξιού. Έβαλε και τη Μαρίκα εργάτρια, κι εκείνη τα έμαθε όλα πολύ γρήγορα. Έμαθε τα πάντα για τους μεταξοσκώληκες, για τα κουκούλια, για τα μουρόφυλλα που τρώει το σκουλήκι για να φτιάξει την λεπτή μεταξωτή κλωστή, για να πέσει τυλιγμένο στον ύπνο, που μια μέρα θα το μεταμόρφωνε σε πεταλούδα. Φανταζότανε πως ήταν η ίδια το σκουλήκι που υφαίνει το προστατευτικό κουκούλι.

Η Μαρίκα ήθελε να γίνει πεταλούδα με χρωματιστά φτερά. Και μάθαινε παρατηρώντας. Έμαθε να κοιμάται τυλιγμένη σε κουβέρτες, το δικό της κουκούλι, σκεπασμένη μέχρι το κεφάλι, με μια πολύ μικρή τρυπούλα ίσα να παίρνει αέρα να μη σκάσει. Κοιμόταν και μεταμορφωνόταν. Όταν ξύπναγε αναστέναζε αναλογιζόμενη ότι οι πεταλούδες ζούνε το πολύ κάτι ώρες. Δεν το ‘βαζε όμως κάτω. Το γύρναγε, το παίδευε πώς θ’ αλλάξει ο φυσικός νόμος. Πώς το πέρασμα κι η μεταμόρφωση δε θα είναι καταστάσεις παροδικές. Πώς η ομορφιά κι η νιότη θα κρατήσουν αιώνιες κι απαραβίαστες εις τους αιώνες των αιώνων. Στο κάτω – κάτω δεν ξέρει κανείς τι γίνεται καμιά φορά… ε, κι αν πεθαίνουν οι άνθρωποι τριγύρω ποιος ξέρει… ίσως εκείνη γλίτωνε.

Οι ιστορίες στα καθαρευουσιάνικα αναγνώσματα της εποχής λέγανε βέβαια το αντίθετο. Και τα αγαπημένα της ηθικά αποφθέγματα που αποστήθιζε κηρύσσανε το «Ματαιότης ματαιοτήτων ο κόσμος, τα πάντα ματαιότης» Και δώστου αναστεναγμοί από τα φυλλοκάρδια της. Πώς θα πετύχει το ακατόρθωτο, όταν όλες οι σοφίες του κόσμου συνηγορούν για το αντίθετο; Πάσχισε, το στριφογύρισε πολύ στο μυαλό της και νόμισε πως το βρήκε. Θα έκοβε κάθε σχέση με το χρόνο. Το χρόνο ούτε που θα τον έβλεπε, ούτε που θα τον ήξερε εις το εξής. Αφού μόνο δεινά και γήρας έφερνε, κακό δικό του. «Λαγός την πτέριν έτριβε, κακό της κεφαλής του». Ξέχασε τα χρόνια της, το ίδιο έκανε και για τ’ αδέρφια της. Ήταν εξάλλου κοπέλα της παντρειάς, και μεγαλούτσικη μάλιστα τι τις ήθελε τις ηλικίες; Για μπελάδες; Ας πάνε στο καλό τους τα χρόνια που πέρασαν. Τα διαβάσματα της αύξαιναν την υπεροψία. Φανταζόταν τον εαυτό της ξεχωριστό, πως ήταν μια διανοούμενη, μια χειραφετημένη γυναίκα, μοντέρνα κι απ’ τις πρώτες έσπευσε να πετάξει τις μακριές φούστες, αγόρασε δαντελωτά βρακιά, έκοψε τα μαλλιά της, αγόρασε γάντια και καπέλα και τριγύριζε στα μαγαζιά του Πέραν με τους νεωτερισμούς εξ’ Ευρώπης. Αγόρασε και μπαστουνάκι στριφογυριστό και μαστίγιο. Ξόδεψε τις οικονομίες της για να στολίσει ανεκδιήγητα καπελάκια με ψηλά φτερά στρουθοκαμήλου. Αχ, πόσες διηγήσεις γεμάτες νοσταλγία, μισό αιώνα και πλέον αργότερα γι’ αυτά τα «στρουθ πτερά»

«Περασμένα μεγαλεία», έλεγε αργότερα κι έτρεχε το δάκρυ κορόμηλο.

Στην κοκεταρία τη συναγωνίζουνταν η μικρή αδερφή, η Αναστασία, η ωραία της οικογένειας. Ξανθουλή με λευκή επιδερμίδα κι αφράτη, μαχμουρλού, καλαμπουρτζού, αιώνια αισιόδοξη, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι όλα θα της έρθουν στη ζωή δεξιά. Τεμπέλα, είχε κόψει σχέσεις με το νοικοκυριό, πράγμα που δαιμόνιζε τη Μαρίκα, που επωμιζόταν τις δικές της δουλειές και στο κάτω – κάτω εκείνη πρώτη είχε εκφράσει όνειρα για μεγαλεία και σαράγια. Η πολυτέλεια κι ο πλούτος ήταν τα δικά της όνειρα με κατοχυρωμένη την πατρότητα, πώς έβγαινε τώρα το σκατό να θέλει τα ίδια πράγματα με αυτήν! Η Μαρίκα όμως έκανε πάντα αβάντες της Ανάστως, όταν η τελευταία ξόδευε για λούσα. Κι ήταν η Ανάστω η πρώτη που λιμπίστηκε το «στρουθ πτερό» και ξόδεψε μια περιουσία για να το αποκτήσει κι η άλλη ακολούθησε με τη ζήλεια να την κατακαίει.

«Κάνε μπρε, καμιά δουλειά, τι θα κάνεις αύριο μεθαύριο που θα παντρευτείς; Σκουλήκια θα τριγυρνάνε, μωρή στο σπίτι σου!» Της πέταγε πικρόχολα κι η άλλη γέλαγε αναίσχυντα και της αντιγύριζε προκλητικά, με νάζι:

«Εμένα, με το κουτί θα μ’ έρθουνε όλα!» Και στριφογύριζε η Ανάστω στην ανοιχτή παλάμη φανταστικά κουτιά με μπιζού και λίρες.

Και με το κουτί της ήρθανε. Αφού την ερωτεύτηκε ο Φραγκίσκος ο Πολλάτος που ήταν «εφοπλιστής», (είχε δηλαδή δικό του καΐκι) που την κοίταζε στα μάτια και την παντρεύτηκε και την είχε στα πούπουλα μη στάξει και μη βρέξει, μην κάψει η Αναστασία το λευκό της δαχτυλάκι στο τσουκάλι και της είχε και δουλικά να τη βοηθούνε και να ‘ναι στις προσταγές της στο απίκο. Και τεμπέλιαζε πιο πολύ η Ανάστω και πάχαινε κι η κοιλιά της φούσκωσε κι έβγαλε του Φραγκίσκου της ένα βράδυ ένα γιο, τον Τάκη, ίσαμε τέσσερις οκάδες, ξανθό με μπούκλες και μάτια γαλανά, φτυστός ο πατέρας του, να καμαρώνει εκείνος,
- «Σ’ αγαπώ – σ’ αγαπώ…»

- «Πού με βάζεις;»

- «Αχ, σε χρυσό θρονί, μάνα μου, περιστέρα μου, ματάκια μου». Κι φούσκωνε σα διάνος η Ανάστω από ευτυχία, που ήταν ερωτιάρα.

Η Ελένη ήταν σοβαρή, σεμνή, προσγειωμένη και με αρχές. Είχε τελειώσει και το σχολαρχείο. Παντρεύτηκε το Θεολόγο, που ήταν αγρότης και ζούσε ήρεμα. Το μόνο κρεσέντο στις λαύρες του καλοκαιριού η δυνατή στεντόρεια φωνή της. Αυτό όμως δεν ήταν παραφωνία, έδενε μια χαρά με το περιβάλλον. Κι η Μαρίκα μιλούσε δυνατά, κι η Ανάστω ακόμη δυνατότερα.

Όλες οι Τριγλιανές ήταν φωνακλούδες. Μιλούσανε πολύ δυνατά όταν μαζεύονταν μαζί τα απογεύματα. Όταν ήρθε η προσφυγιά κι ήρθανε στην Ελλάδα, αυτές πίνανε καφέ και μιλούσαν, και οι ντόπιοι νόμιζαν ότι τσακώνονταν. Πού και πού όταν λέγανε κανένα κουτσομπολιό που τους φαινότανε απίστευτο αυτοχαστουκίζονταν μ’ ένα «Πα, μάνα – μάνα μαρή!», με τη φωνή συρτή στο «πα» και στο πρώτο «μάνα», τραγουδιστή, το ίδιο πανομοιότυπο ρεφραίν, πολυσήμαντο εννοιολογικά, με χροιά αμφίσημη, πότε αμφιβολίας, πότε απελπισίας, πότε βαρεμάρας. Ήταν μια θεατρική μανιέρα για να παίζουν σωστά το ρόλο τους, όταν χρειαζόταν να επαναλάβουν το ίδιο πράγμα για δεύτερη και τρίτη φορά.

Κι οι αδερφές Μπαρμπή το αγαπούσαν πολύ το θέατρο. Το είχαν στο αίμα τους. Ίσως αν ήταν άλλοι οι καιροί γινόντουσαν θεατρίνες. Ιδίως η Μαρίκα. Όλα στη ζωή της ήταν ένα θέατρο. Έπαιζε πάντα πειστικά το ρόλο, που τον έχτιζε από τα πριν στο μυαλό της μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Είχε το χάρισμα να παίζει τραγωδίες με μεγαλοπρέπεια και την ευφυΐα να διακωμωδεί τα πράγματα αναλόγως με το κέφι της. Ζωγράφιζε άριστα τα σκηνικά. Μετά έπαιζε και το γλεντούσε. Όταν τέλειωνε τις διηγήσεις τσεκάριζε πάντα με το μάτι τις αντιδράσεις να δει με πόση αληθοφάνεια έπαιξε. Οι άλλοι τις περισσότερες φορές την πίστευαν. Τότε ξανάπαιρνε το γνωστό μπλαζέ ύφος της παλιάς αριστοκράτισσας που δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη να πείσει τους άλλους για τους τίτλους και τα οικόσημά της, κι επαναπαυόταν στις δάφνες του θριάμβου της. Αποκτούσε σιγουριά κι αυτοπεποίθηση, ακτινοβολούσε ομορφιά και γοητεία. Ήταν που ήταν από φυσικού της ψηλή, γινόταν γιγάντισσα, η Ιέρεια, θηλυκή κι ακαταμάχητη κι ας μην ήταν καθόλου πληθωρική στις καμπύλες της.

Εξακολουθούσε να χτενίζεται με τσαχπινιά, να φοράει το καπέλο με το βέλο στραβά να της σκεπάζει σχεδόν το ένα μάτι, και το άλλο να ανασηκώνεται μαζί με το φρύδι αινιγματικά. Είτε χλεύαζε στ’ αλήθεια τον κόσμο γύρω της είτε ήθελε να προκαλέσει ερωτηματικά ότι όντως σνομπάρει τους πάντες και να τους κάνει ν’ αναρωτιούνται το γιατί. Έμαθε και ταγκό. Πήγαινε και στον κινηματογράφο, αλλά δεν τον αγαπούσε. Οι γρήγορες εικόνες της προκαλούσαν ζάλη ανυπόφορη που την έκαναν να ξερνάει μετά ακατάσχετα.

Η μάνα της αυστηρή και βυθισμένη στο πένθος της. Κι εκείνη διχασμένη, να παραπαίει από τη μια στην ανάγκη να ζήσει σύμφωνα με το κέφι της, όπως οι χειραφετημένες Ευρωπαίες που έρχονταν στην Πόλη, κι από την άλλη να κερδίσει την απόλυτη αγάπη της μάνας της, που δεν άντεχε να τη μοιράζεται με το φάντασμα του νεκρού πατέρα, του μικρού αδερφού που του ‘χε η μάνα της αδυναμία και που πέθανε, κι άλλων τεσσάρων ζωντανών αδερφιών. Ανίκανη να τα βάλει με φαντάσματα που ο χρόνος, αυτός ο μεγάλος εχθρός της, εξωράιζε ως την τελειότητα. Τελειότητα που μόνον ο θάνατος φέρνει, αφού οι νεκροί δεν εξελίσσονται άλλο πια, αλλά της δημιουργούσε ταυτόχρονα το αγωνιώδες ερωτηματικό, τη μεγάλη αντίφαση, πώς είναι δυνατόν η τελειότητα της ίδιας σου της εικόνας να μένει στη θύμηση αυτών που σε αγαπούν μόνο όταν εσύ περνάς στην ανυπαρξία. Αν άραγε κέρδιζε την αγάπη ενός άντρα που να τη λατρεύει, θα ‘μενε αιώνια; Οι δυο αδερφάδες, η μεγάλη, που την είχε φούρκα και άχτι και η μικρή είχαν ήδη παντρευτεί. Το Μπαρμπέϊκο κυκλώθηκε με γάμους κι έμεινε αυτή στη μέση ανύπαντρη, να την τρώει η ζήλεια - ψώρα.

Βέβαια κι η Σμαρώ δεν είχε παντρευτεί. Αυτή όμως δεν υπολογιζόταν. Υπερβολικά θρήσκα, μια καλογριά που ζούσε απλώς στον κόσμο, δεν έχανε εσπερινό για εσπερινό κι έπαιρνε σβάρνα τις λειτουργίες, αυστηρός κριτής στις χαρές της ζωής που στον εαυτό της αρνιόταν με πείσμα. Γύρναγε η Σμαρώ στα σοκάκια κι έκανε ελεημοσύνες. Νήστευε και προετοιμαζόταν να γίνει νύμφη του Κυρίου, αφού αυτός ήταν στα μάτια της ο μόνος άξιος άντρας, ο τέλειος, ο Θεός. Δε σκοτίζουνταν η Σμαρώ ν’ ανακαλύψει στους άλλους θεϊκά χαρίσματα. Γιατί να κουράζεται; Αφού ο Θεός ο ίδιος τα έχει όλα. Πάλευε και πάσχιζε να γίνει η τέλεια, η άξια νύφη του ύψιστου γαμπρού.

Οι περισσότερες νύμφες του Κυρίου στους αιώνες ήταν κακάσχημες. Για τη Σμαρώ δε θα ‘λεγε κανείς το ίδιο. Δεν ήταν βέβαια η καλλονή, αλλά βλεπόταν. Είχε λευκό δέρμα, σκούρα μάτια και κάτι το αποφασιστικό επάνω της. Η Σμαρώ είχε το πιο θεληματικό πηγούνι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Υπερτερούσε παρασάγγας απ’ όλα τα ανδρικά αρχέτυπα που θέλουν τα αρσενικά δυναμικά και με ισχυρή θέληση. Τα φρύδια της υπογράμμιζαν απλώς το πείσμα της. Σκούρα, πυκνά να γεφυρώνουν τα μάτια που καρφώνονταν ίσια μπροστά. Σταματούσε στο δρόμο και μίλαγε σε όλους. Καλοπροαίρετη και καταδεκτική, κι όταν μάθαινε πως κάποιος έπασχε, έσπευδε ενστικτωδώς να τον βοηθήσει.

Απ’ όλους τους ρόλους στο θέατρο αγαπούσε να παίζει τον από μηχανής θεό. Πείστηκε κάποια στιγμή να παντρευτεί και το ‘κανε «από συμπόνια», αρκετά αργότερα, όταν ήρθε στην Ελλάδα. Πήγαινε και φρόντιζε τη Λογοθέταινα, που ήταν κι εκείνη πρόσφυγας στην Κοκκινιά, τη χήρα του μπάρμπα Θωμά, που έμενε απέναντι απ’ το σπίτι της κι ήταν κατάκοιτη. Η γυναίκα εκείνη είχε ένα γιο, ανάπηρο πολέμου. Όλη η γειτονιά κορόιδευε τον Αναστάση που ήταν πολύ αδύνατος κι είχε πεταχτά αυτιά και που περπατούσε στο δρόμο κι έτριζε. Τα κόκαλά του απ’ τα πολλά κατάγματα δεν είχαν δέσει καλά. Μόνο στο κρανίο είχε λέει, επτά κατάγματα κι είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να βγάζει το σαγόνι του, όταν του το ζητούσαν επίμονα οι πιτσιρικάδες. Πάθαινε και κρίσεις επιληψίας ο Αναστάσης. Ο Αναστάσης έδινε άτυπες παραστάσεις της αναπηρίας του και το ‘κανε αφιλοκερδώς. Η Σμαρώ γοητεύτηκε -σα γνήσια Μπαρμπή που τιμούσε το θέατρο κι έτρεφε σεβασμό στους θεατρίνους, και σε κάθε λογής θέαμα. Η Λογοθέταινα το μυρίστηκε, κι όταν ένοιωσε πως πλησίαζε το τέλος της, όρκισε τη Σμαρώ να παντρευτεί τον Αναστάση. Έτσι, η Σμαρώ υπέκυψε στον έρωτα, πιστεύοντας ότι κάνει πράξη ελέους που θα αρέσει στον ύστατο Μέγα Νυμφίο.

Έμεινε η Μαρίκα στην Πόλη παρέα με τη μάνα της. Ο Δημητρός ξενητεύτηκε στην Αμέρικα. Οι άλλες κόρες παντρεμένες σκορπισμένες σαν τα σύννεφα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν οι Τούρκοι, άλλοι Τούρκοι από αυτούς που εκείνη μέχρι ήξερε, να τους εκτοπίσουν απ’ τον τόπο τους, να τους πάρουνε το τελευταίο μοιράδι, το σπίτι το τρίπατο, το καλύτερο όλου του χωριού που ‘χε απέξω τρεις μουριές που κάνανε τον ωραιότερο ίσκιο τα καλοκαίρια με τις λάβρες.

Δεν κατόρθωσα μέχρι σήμερα να μάθω, αν μετά το θάνατο του Γιώργη Μπαρμπή η οικογένεια πούλησε το σπίτι της ή αν με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν οι περισσότεροι στην μητέρα πατρίδα. Αυτό που στοίχειωσε την παιδική μου ηλικία ήταν οι διηγήσεις της γριάς πια Μαρίκας, για την αιχμαλωσία της από τους Τούρκους από το ’15 έως το ’18.

Κι ήτανε λέει στις πορείες θανάτου με το κίνημα των Νεοτούρκων, μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών με σκοπό την εξόντωσή τους, και περπάτησε εκείνη από την Πόλη μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ. Μαζί της στην αιχμαλωσία και η μητέρα της, ερείπιο ήδη και φάντασμα που δεν είχε κάνει απλώς το βήμα να περάσει το κατώφλι του θανάτου.

Η Μαρίκα δεν χώνευε τους Αρμένηδες. Θυμόταν όμως με ευγνωμοσύνη μια Αρμένισσα που τη βοήθησε, εκείνη και τη μάνα της. Διψούσε λέει στις πορείες και πέρασαν από ένα χωριό που ζούσαν Αρμένηδες. Μια γυναίκα Αρμένισσα έπλενε χόρτα και σαν είδε τον κόσμο να περνά και να σέρνεται με το στόμα ξερό, τους έδωσε να πιουν νερό απ’ τα λασπόνερα που ξέπλενε τα χόρτα.

Κάποια στιγμή βρεθήκανε σ’ ένα νοσοκομείο κι η μάνα της πέθανε λέει, απ’ το Δάγγειο μάλλον. Ήταν όμως οι διηγήσεις της αποσπασματικές, δεν είχαν σκοπό να ανασυνθέσουν καμιάν ιστορική αλήθεια, μοναδικός της σκοπός ήταν να εντυπωσιάσει και ομολογώ τα κατάφερνε καλά. Οι περιγραφές της ήταν ολοζώντανες και γεμάτες απ’ όλα τα χρώματα. Πένθησε τη μάνα της όσο δεν έπαιρνε και ντύθηκε στα μαύρα. Κάποια στιγμή το φόρεμά της σκίστηκε. Άλλη κλωστή πέρα από κόκκινη δεν υπήρχε να το ράψει. Για να μείνει πιστή στο πένθος της πέρασε την κόκκινη κλωστή από τη γάνα του τηγανιού και τη μαύρισε.

Από τις πορείες τους ελευθέρωσαν οι Άγγλοι. Εθελοντής στον Αγγλικό στρατό είχε πάει κι ο Στέλιος. Ο Στέλιος ήταν απ’ την Αρναία της Χαλκιδικής. Λιανούλης, κοντός, μια μινιατούρα άντρα. Ξανθός, πρασινομάτης με το μουστακάκι το στριφτό και το μάτι όλο τσαχπινιά να το κλείνει σ’ όλα τα θηλυκά που συναντούσε. Ο Στέλιος άρεσε στις γυναίκες. Ευαίσθητος, περιποιητικός ήθελε όλες να τις πάρει αγκαλιά, αν ήταν βολικό, κι ας μην είχε τόσο μεγάλη αγκαλιά, όταν τέντωνε τα χέρια του εκτάδην. Ο Στέλιος σίγουρα ήξερε πώς να ρίχνει τις γυναίκες. Πεταχτές και σεμνότυφες του παραχωρούσαν απλόχερα «ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν». Γεμάτος κατανόηση στις ενστάσεις τους για τη διατήρηση της πολύτιμης παρθενιάς, έμπαινε ο Στέλιος από τις πίσω πόρτες κι έτσι δεν είχε μπλεξίματα. Ο Στέλιος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη ενός Άγγλου αξιωματικού. Για να μπορεί να βγαίνει ελεύθερα με τη Ντόροθυ, ε, έκανε κι έναν αρραβώνα, για τα μάτια του κόσμου.

Ο Στέλιος βούρκωνε εύκολα, αντίθετα απ’ τους υπόλοιπους άντρες κι έκανε τις γυναίκες να θέλουν να τον προστατέψουν. Τους διηγότανε πώς ορφάνεψε από μικρός από μάνα και πώς ο πατέρας του, που είχε συχνά πάρε – δώσε με το Άγιον Όρος ξαναπαντρεύτηκε την Αναστασία. Η Αναστασία έκανε δυο δικούς της γιους, τον Κώστα και το Νίκο, αλλά το παιδί του αντρός της από τον πρώτο του γάμο δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστό να το βλέπει. Ο Στέλιος πήρε των ομματιών του και κατατάχτηκε τότε, παλικαράκι ακόμη στον αγγλικό στρατό.

Η Μαρίκα, μαυροφορούσα αλλά ελεύθερη τότε στην Προύσα, ήταν μια πρόκληση κι ας ήταν μεγαλύτερή του στα χρόνια αρκετά. Κι αν τάχα μεγάλωσε με όνειρα για ιππότες και πρίγκιπες, πρώτη φορά στα τριάντα πέντε της χρόνια είδε χαρά στα σκέλια της και γεύτηκε ξανά τους χαμένους παραδείσους της νιότης της.

Ο Στέλιος βάλθηκε να την κατακτήσει κι εκείνη, ανατολίτισσα με τα όλα της του παραχώρησε εδάφη στο κορμί της κι ανάβλυζε από μέσα της μούστο και πετιμέζι. Εκείνος βουτούσε το γλυκοσούτζουκό του ξανά και ξανά στο δικό της μούστο, και της αναπτέρωνε την ελπίδα για μπερεκέτια στους χειμώνες που έρχονται.

Η εμπειρία της με τους μεταξοσκώληκες την έκανε να θέλει να γίνει μια μέρα πεταλούδα με ολόχρυσα φτερά. Τι το κακό; Να όμως που τα ‘φερε έτσι η ζωή, που αντί η ίδια να βγάλει φτερά και να πετάξει, να γνωρίσει τον άντρα, που πεταλούδα ο ίδιος πετάει από άνθος σε άνθος να τρυγήσει νέκταρ - κι ο Στέλιος είπαμε πως ήταν φιλανθής. Πώς θα κατόρθωνε άραγε να τονε κάνει αυτή τη φορά να σταθεί σ’ ένα και μόνο λουλούδι, το δικό της; Με τι τερτίπια που αυτός δε θα ‘χε τάχα γευτεί σε άλλες αγκαλιές; Τότε, πρώτη της φορά, η Μαρίκα έκανε σύμμαχό της το χρόνο. Καμιά εμπειρία από ένα παιδαρέλι δεν ήταν περισσότερη απ’ τη δική της γνώση, κι είχε δίκιο.

Για να τον εντυπωσιάσει υποδυόταν το ρόλο της σοφής αρχόντισσας που έβγαλε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, κι ήταν δασκάλα κάποτε, αλλά ας όψεται ο Τούρκος. Ως μια νέα Σεχραζάτ, πέρναγε νύχτα τη νύχτα με το Στέλιο να του διηγείται ιστορίες και παραμύθια που με τέχνη απαράμιλλη επινοούσε. Κάποια στιγμή η έμπνευση στέρεψε. Αδιάφορον! Ό,τι δεν μπορούσε να σκεφτεί η ίδια το σκέφτηκαν άλλοι χρόνια πριν. Τα βιβλιοπωλεία κυκλοφορούσαν τα μυθιστορήματα των κλασικών σε συνέχειες. Ο Στέλιος γράμματα δεν ήξερε πολλά κι εκείνη άρχισε κάθε βράδυ να του διαβάζει σε συνέχειες την Παναγία των Παρισίων του Βίκτωρος Ουγού. Ο Στέλιος είχε μια προϊστορία γεμάτη πόνο κι ήταν ευσυγκίνητος. Ποθούσε τη συντροφιά της Μαρίκας, και ζώντας ταυτόχρονα το δράμα της Εσμεράλδας, αποφάσισε ότι κανένας επίβουλος άρχοντας δεν θα του έπαιρνε αυτουνού από κοντά του εκείνη τη μαυριδερή ψηλή γυναίκα, που έμοιαζε με τσιγγάνα κι ήταν κι αυτή πολύπαθη.

Ο Στέλιος πίστευε ότι τα παραμύθια μόνο άντρες τα λένε στις γυναίκες που θέλουν να ρίξουν στο κρεβάτι τους. Άδολος κατά βάθος, δεν υποψιαζόταν πώς ο κυνηγός γίνεται θήραμα κι αφέθηκε στα δίχτυα της Μαρίκας πιστεύοντας ότι κέρδισε μιαν ακόμη κατάκτηση. Μαύρος όφις που τον έφαγε, η Μαρίκα γυναίκα – αράχνη ύφανε καλά τον ιστό της κι αποφάσισε πως τούτο εδώ το κοντό – ξανθό ανθρωπάκι που είχε καρδιά παιδιού θα της εξασφάλιζε τροφή στα χρόνια που έρχονται.

Πήγαινε στα φωτογραφεία ντυμένη στην πένα με το καπέλο να της πέφτει στραβά στο μάτι, το ένα φρύδι ανασηκωμένο, με κόκκινο κραγιόν στα χείλη να την κάνει να μοιάζει σταρ του σινεμά κι έβγαζε φωτογραφίες να κοιτά πέρα απ’ το μαύρο πανί του φωτογράφου όλο νάζι. Από πίσω γραμμένο με μολύβι που το σάλιωνες για να γράψει:

«Τρεις μέρας έχω να σε ιδώ
και με τας νύχτας έξι
κι ο νους απ’ το κεφάλι μου
κοντεύει να λιγεύσει!»

Αυτό το «λιγεύσει» αποτελούσε για το Στέλιο μυστήριο. Ηχητικά παρέπεμπε στο «λιγοστέψει», και στο κάτω – κάτω αφού αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε μια γυναίκα λογία και περισσότερο εγγράματη από εκείνον, του περίσσευε. Εξάλλου έκανε και ωραία ομοιοκαταληξία.

Στο παιχνίδι της κατάκτησης δεν έμεινε η Μαρίκα στα παραμύθια και στις νυχτερινές διηγήσεις μυθιστορημάτων - σαν καθάρσιο προ και μετά ζευγαρωμάτων. Κάθησε κι άκουσε και τη δική του ιστορία με το νι και με το σίγμα και βάλθηκε να τονε κάνει άνθρωπο πέρα από ωραίο φαντάρο. Τι δουλειά τάχα θα μπορούσε να κάνει ο Στέλιος μετά το στρατό πέρα από μεροκάματο, που θα τον ανέβαζε ψηλά σε κοινωνική τάξη, πιο ψηλά από το Θεολόγο της Ελένης που ήταν αγρότης -για να της μπει και στο μάτι, πιο ψηλά κι από το Φραγκίσκο της Ανάστως που είχε λεφτά!… Βάι βάι, άφεριμ! Η ίδια στην πραγματικότητα λίγα μόνο κολλυβογράμματα ήξερε, αλλά θα του τα μάθαινε κι ίσως εκείνος κατάφερνε κάποτε να γίνει δημόσιος υπάλληλος! Το ’βαλε αμέτι - μουχαμέτι και στις νύχτες του πάθους τους προστέθηκαν πλάκες, κοντυλοφόροι και αναγνωσματάρια.

Κάποια στιγμή στις αρχές του ‘22 τα πράγματα σκούρηναν πολύ για τους χριστιανούς και το σούσουρο για σφαγές και διωγμό έγινε στ’ αλήθεια αναστάτωση.

Η Ελένη είχε έρθει ήδη στην Ελλάδα το ’20. Της δώσανε σπίτι στου Χαροκόπου κι εκεί γέννησε τα παιδιά της. Τη Γιωργία, την Ειρήνη και το Χρυσούλη. Πολλές φορές της είχε γράψει να ‘ρθει κι εκείνη. Πως τους γονείς τους τούς θάψανε, πως ο Βασιλάκης ήταν ήδη στην Ελλάδα και παντρεύτηκε την Κατερίνα, πως ο Δημητρός ήταν ξενητεμένος στην Αμέρικα, πως τίποτα δεν την κρατούσε πια εκεί, αφού το σπίτι τους το πατρικό το ‘χε πια ένας Τούρκος αγάς. Την Ελένη η γιαγιά η Μαρίκα δεν τη χώνευε, μα δεν το ομολογούσε. Μα ζόρισαν τα πράγματα πολύ, κι άλλο πια δεν έπαιρνε να μένανε στην πατρίδα. Μια νύχτα κατόρθωσε με τα πολλά να κάνει το Στέλιο να της ορκιστεί όρκο βαρύ, μαζί να φύγουν στην Ελλάδα κι εκείνος της το ‘ταξε. Βάζει τότε τα κλάματα εκείνη πώς θα αντίκριζε ξανά τους δικούς της αστεφάνωτη, μ’ έναν άντρα δίπλα της σαν αγαπητικιά του και την έπιασε απελπισία.

Τη λύση έδωσε «ο από μηχανής θεός», η Σμαρώ, αφού νήστεψε και προσευχήθηκε για μέρες πολλές. Τρέχει και μεσολαβεί στο Χρυσόστομο Σμύρνης που ήταν συχωριανός τους και τους βγάζει άδειες γάμου και τους πάντρεψε εκείνη στο Πατριαρχείο. Βγάλανε και μια φωτογραφία αναμνηστική μετά το γάμο σε φωτογραφείο. Εκείνη –ταλαιπωρημένη και με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά- καθιστή σε μια καρέκλα σκαλιστή να κοιτάζει ίσια μπροστά με αγωνία για το μέλλον που τους περίμενε. Εκείνος όρθιος να διασκεδάζει τις εντυπώσεις με το μπόι του, αφού της έφτανε μόλις μέχρι τον ώμο, κορδωτός, καμαρωτός, σίγουρος και αισιόδοξος, με το ξανθό μουστάκι να στεφανώνει τα χείλη που τρύγησαν τον απαγορευμένο καρπό χρόνια πολλά πριν το γάμο. Θα ‘χε τη μελαχροινή Εσμεράλδα του βασίλισσα των ουρανών και του σπιτιού τους, θα του ‘κανε εκείνη παιδιά, θα ΄χε επιτέλους μια οικογένεια και μια φωλιά να γυρνάει το βράδυ, κι εκείνη ως μάγισσα που ήταν θα τον μεταμόρφωνε σε άνθρωπο γραμματιζούμενο. Τι διάολο, εξάλλου η συμβία του τού φούσκωνε τα μυαλά με συγγενείς που είχε σ’ όλη την Ευρώπη που ήταν εφοπλιστές και μεγαλέμποροι. Το αποπαίδι της Αναστασίας θα γινόταν άνθρωπος καθώς πρέπει με μια θέση στην κοινωνία. Στην πατρίδα μια λαμπρή ζωή σίγουρα τους περίμενε κι όφειλε να της χαμογελάσει.

Στο μεταξύ ήρθε το τέλος για τις μέρες της Ανατολής και για την Ανάστω, αφού πέθανε ο Φραγκίσκος και την άφησε με τον Τάκη νήπιο. Κι άρχισε η Ανάστω να ξεπουλάει το βιος που της αναλογούσε στους Τούρκους με αντίτιμο μια άδεια για κείνη και το μικρό να φύγει. Κι έφυγε η Ανάστω φορώντας καπέλο και γούνινο παλτό, απομεινάρι των καλών καιρών κι ένα μπόγο ασπρόρουχα να τυλίγει το μικρό της τη νύχτα που τη χώριζε για να περάσει στην άλλη χώρα, που τώρα θα γινόταν και δική της.

Στοιβάχτηκε με άλλους πολλούς η Μαρίκα σ’ ένα από τα πλοία του Καβουνίδη του συντοπίτη της. Έπρεπε να έχει μόνο είκοσι οκάδες οικοσκευή μαζί της, όμως εκείνη κατάφερε να πάρει μαζί με τ’ απαραίτητα και τρία καπέλα. Ο Στέλιος θα ερχότανε με άλλο πλοίο.

Ιδιαίτερα καλά περιέγραφε η Μαρίκα το αίμα. Κόκκινο -χοχλακιστό. Κι η φωνή της αλλοιωνόταν σαν μιλούσε για Άγγλους και Γάλλους, που καμιά διάθεση δεν έδειξαν να βοηθήσουν τους δικούς μας που έπεφταν στη θάλασσα και προσπαθούσαν ν’ ανέβουν στα συμμαχικά καράβια, να σωθούν. Πως είχαν μεθύσει απ’ το θάνατο τριγύρω κι εκστασιασμένοι τον κατέγραφαν σε φωτογραφικές πλάκες και ταινίες. Μια εκπνοή και μια προσπάθεια για εισπνοή που δεν τελεσφορεί, ένας αναστεναγμός, μια νότα και παύση. Un silenzio maestoso, ma non troppo. Η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη, έλεγε. Πιο κόκκινη κι απ’ την κλωστή του φουστανιού της όταν πενθούσε τη μάνα της. Κι ήταν το αίμα πιο πολύ απ’ την κάπνα τριγύρω, κι η στιγμή δε βόλευε να πάρει το αίμα το χρώμα της κάπνας, για να μπορεί κι η θάλασσα να πενθεί
.

© Ελένη Καλλιανέζου

buzz it!

11 σχόλια:

eleni n είπε...

Ελενακι μου να ζησεις το διαβασα μονορουφι πολυ ζωντανο πολυ ωραιο οι χαρακτηρες αληθινοι χαρηκα που σε ξαναβρηκα
φιλακια

Αστερόεσσα είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Αστερόεσσα είπε...

Είναι αληθινή η ιστορία, Λενάκι. Της γιαγιάς μου. Γι' αυτό θέλω να κάποτε ένα ταξίδι προς τα μέρη σας να μάθω κι άλλα, που ίσως τα γράψω κάποια στιγμή.

Αστερόεσσα είπε...

Έσβησα κατά λάθος το σχόλιο που είχα η ίδια γράψει πριν. Απολογούμαι, αλλά είμαι ακόμη καινούργια στα τερτίπια του blogspot.

Unknown είπε...

Καλησπέρα Ελένη και καλορίζικο! Τέλειο το Blog...Φιλάκια!

Unknown είπε...

Η γιαγιά σου είναι Λενάκι? Συγχαρητήρια και πάλι για το γράψιμο σου!

Unknown είπε...

Έχω ενθουσιαστεί! Σου άφησα και offliner στο mess... Ωραιότερο Blog δεν έχω δει. Τώρα σε ευχαριστιέμαι, εδώ στο Blogspot...Σου πάει απίστευτα αυτός ο χώρος και θα αξοποιηθούν τα γραπτά σου. Οπουδήποτε αλλού χαραμίζεις το ταλέντο σου νομίζω.

Αστερόεσσα είπε...

Σ'ευχαριστώ, Λίλη. Αν και ποτέ όταν γράφω δε σκέφτομαι τι απήχηση μπορεί να έχει το κείμενό μου. Για μένα το να γράφω είναι ανάγκη, είναι η ζωτική μου ανάσα. Ιδίως εδώ στη Δανία, που στερούμαι τα χρώματα και τις μυρωδιές της Μεσογείου.
Ησυχάζω όταν κάθομαι και γράφω, δαιμονίζομαι όταν πάνε να με διακόψουν την ώρα που γράφω. Μετά αρχίζω κι αποστασιοποιούμαι απ' το κείμενο... Κόβω, ράβω...

Dimitra Andritsiou είπε...

Τι όμορφη ιστορία, Ελένη! Γράφεις υπέροχα. Το ρούφηξα και ω, τι εικόνες!!!
Θέλω συνέχεια από την ιστορίας της Μαρίκας, της γιαγιάς σου. Φοβερή γυναίκα!

Αστερόεσσα είπε...

Γράφω κι άλλα. Ήδη έχω κι άλλα κείμενα. Αλλά, αν με ρωτούσε κανείς, θα ήθελα πρώτα απ' όλα να κάνω κι ένα ταξίδι προς τα μέρη της, να τα περπατήσω, να μυρίσω η ίδια τις μυρωδιές (αν και πολύ φοβάμαι ότι οι μυρωδιές αλλοιώθηκαν ύστερα από έναν αιώνα).

Dimitra Andritsiou είπε...

Ναι μπορεί να αλλοιώθηκαν οι μυρωδιές, αλλά μια ιδέα μπορείς να την πάρεις. Στο εύχομαι, Ελένη μου, να πας!