Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ο Αυγερινός κι η Πούλια

Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα μακρινό νησί, ζούσε μια χήρα, η Αστέρω, με την κόρη της, την Πούλια, που ήτονα έμορφη πολύ κι είχε τις χάρες ούλες, κι ήτονα και καλή και γνωστική και προκομμένη. Η Πούλια αγάπαγε πολύ τη μάνα της που ξενόπλενε για να την αναστήσει και ποτέ χατήρι δεν της χάλαγε. 

Ήρθανε όμως χρόνια δίσεκτα και χαλεποί καιροί κι έπεσε λοιμός μεγάλος στο νησί κι αρρωστήσανε πολλοί και πεθάνανε κι αρρώστησε κι η μάνα της Πούλιας. Γιατρό δεν είχανε μαθές τα χρόνια εκείνα, μόνο τη μάγισσα Κατίγκω που ήξευρε τα βότανα κι έφτιαχνε απ' αυτά φάρμακα κι αλοιφές κι ήτονα και σοφή. Πάει λοιπόν η Πούλια στην Κατίγκω, "το και το, βόηθα με καλή γιαγιά, η μάνα μου πεθαίνει".

-"Αχ, κόρη μου", της λέει η Κατίγκω, "για την αρρώστια αυτή ένα μοναχά φάρμακο υπάρχει, που κανείς δεν μπορεί να το φέρει".

-"Ποιο, μάνα;", ρωτά η Πούλια.

-"Πρέπει να πας να φέρεις τρία δάκρυα. Ένα από τον Ήλιο, ένα απ' τη γυναίκα του, το Φεγγάρι κι ένα από το γιο τους τον Αυγερινό".

-"Και πώς, μαθές θα πάω στον Ήλιο και το Φεγγάρι;"

-"Αυτό δεν το ξεύρω", της λέγει η Κατίγκω. "Μόνη σου θα να τόβρεις".



Την έπιασε την Πούλια απελπισιά και πάει κλαίγοντας στο εικόνισμα της Παναγιάς και παρακαλούσε μ' όλη της την ψυχή να τη βοηθήσει η χάρη Της να βρει το δρόμο για το αρχοντικό του Ήλιου και του Φεγγαριού. Εκεί που παρακαλούσε κι έκλαιγε, αποκάμωσε και τηνε πήρε ο ύπνος. Και βλέπει στον ύπνο της την Παναγιά την Οδηγήτρα  ντυμένη καλογριά, να την παίρνει απ' το χέρι και να την πηγαίνει στη θάλασσα το δειλινό και να της δείχνει το μονοπάτι του Ήλιου μες στη θάλασσα και ύστερα η Παναΐα στ' όνειρο εχάθη.

Ξύπνησε ευθύς η Πούλια, ετοίμασε φαΐ, άφησε της μάνας της τη φροντίδα σε δυο γειτόνισσες, παίρνει μαζί της προσφάι και μόλις πήρε ο ήλιος να γέρνει, τρέχει γραμμή στην ακροθαλασσιά, λύνει απ' τους κάβους τη βάρκα της κι αρχίζει κουπί στο μονοπάτι του Ήλιου. 

Βυθίστηκε όμως ο ήλιος κάτω απ' τη θάλασσα και το μονοπάτι του Ήλιου εχάθη. Τηνε πήρε την Πούλια το παράπονο κι άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της πέφτανε στη θάλασσα. Τηνε λυπήθηκε η θάλασσα και της έστειλε δυο δελφινάκια. Γιατί κλαις; Το και το! Δώσε μας το προσφάι σου και θα σε πάμε εμείς. Ε, τι να κάμει; Τους το 'δωκε.


Παίρνουν τα δελφίνια στην πλάτη τους τη βαρκούλα και την αράξανε στο λιμανάκι έξω απ' του Ήλιου τα παλάτια. Πάει η Πούλια μια και δυο στον Ήλιο και του λέγει:

-"Καλέ μου Ήλιε άρχοντα και χρυσοβασιλιά μου,
δώσε μου ένα δάκρυ σου να γιάνει η μαμά μου!"

-"Έχω δει πολλά, δύσκολα κλαίω", της κρένει ο Ήλιος, "τουλάχιστον κέντησέ μου ένα ζευγάρι παντοφλίτσες να μην περπατώ ξυπόλυτος".


Τι να κάμει η Πούλια, πήρε χρυσοκλωστές και βυσσινί μετάξι κι άρχισε να ράβει και να κεντά στον Ήλιο παντοφλίτσες, μα η δουλειά ήτονα πολλή και της πήρε ένα μήνα και την έτρωγε η αγωνία για τη μάνα της.

Βλέπει ο Ήλιος τις κεντημένες παντοφλίτσες και τόσο συγκινήθηκε που πρώτη φορά θνητός του έκανε κι αυτουνού ένα δώρο, που όλο αυτός χαρίζει κι είναι ούλοι αχάριστοι, που κύλησε ένα δάκρυ απ' τα μάτια του και της το 'δωκε της Πούλιας. 

-"Άμε τώρα στη γυναίκα μου", της λέει. 


Πάει η Πούλια στην Κυρα Σελήνη, πέφτει στα γόνατα και λέγει της:

-"Φεγγάρι εσύ καλοκυρά κι αρχόντισσα Σελήνη,
δώσε μου ένα δάκρυ σου να γιάνει η μαμά μου!"

-"Έχω δει πολλά, δύσκολα κλαίω", της αποκρίνεται το Φεγγάρι, "τουλάχιστον πλέξε μου στο τσιγκελάκι μια μπόλια για τα μαλλιά μου!"

Κάμει η κόρη την ανάγκη φιλοτιμία, πήρε ασημοκλωστές κι άρχισε να πλέκει στο Φεγγάρι μπόλια με μαργαριτάρια και φεγγαρόπετρες, μα η δουλειά ήταν πολλή, μήνας στρογγυλός και μέσα της την έτρωγε η αγωνία. 

Βλέπει το Φεγγάρι την ασημένια μπόλια κι ήτανε τόση η χαρά του που πρώτη φορά άνθρωπος χάρισε και σ' αυτό κάτι, που δάκρυσε. Πήρε το Φεγγάρι το δάκρυ και το 'δωκε της Πούλιας.

-"Ευχαριστώ σε, Κυρα Σελήνη", λέγει η Πούλια, "όμως δυο μήνες εδωνά πλέκω, ράβω και κεντώ κι η μάνα μου θ' αποθάνει!"


-"Μη σε νοιάζει, της λέγει το Φεγγάρι, ζει η μάνα σου, αλλιώς κυλάει ο χρόνος εδώ κι οι δυο μήνες ήτανε στη Γη δυο ώρες μοναχά".

Χάρηκε η Πούλια κι έτρεξε στα δώματα του Αυγερινού. Ο Αυγερινός μόλις την είδε από μακριά συνταράχθη όλος, τόσο που τον άρεζε, που η καρδιά του χτύπησε τρελά κι άρχισε να κλαίει και σκούπισε τα δάκρυά του κρυφά και τα φύλαξε.


Προστρέχει του η Πούλια και του λέγει:

-"Κύρη μου, άστρο της Αυγής, άρχοντα Αυγερινέ μου,
δώσε μου ένα δάκρυ σου να γιάνει η μαμά μου!"


Τι να της πει, μπάρεμ ο Αυγερινός, που 'θελε να τηνε κρατήσει κοντά του όσο πιο πολύ γίνεται;  Γυρνάει λοιπόν κι αυτός και τηνε λέγει:



-"Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, δύσκολα κλαίω, θες να μου πλέξεις όμως ένα ζευγάρι γάντια στις βελόνες, που ξεπαγιάζουν τα χεράκια μου απ' τ' αγιάζι βράδυ και πρωί που πρέπει να βγαίνω να φωτίζω;"

-"Να στα πλέξω", του λέγει η Πούλια και πήγε και κούρεψε τα προβατάκια τ' ουρανού που 'ναι γυάλινα και βγάζουν μαλλάκι λαμπρό και διάφανο και το 'γνεσε κλωστή κι έπλεξε  του Αυγερινού στις βελόνες γαντάκια, που 'ταν ζεστά και λαμποκοπούσαν. Η δουλειά ήταν πολλή, η Πούλια την υπολόγιζε στον ένα μήνα, μα ερχόταν στο παραγώνι της ο Αυγερινός και της κρατούσε συντροφιά και της τραγουδούσε με το λαούτο του και κουβεντιάζανε κι ο καιρός κυλούσε πριν να το καταλάβει και περάσανε δυο μήνες. "Άλλες δυο ώρες", σκέφτηκε η Πούλια και λέει μέσα της "δεν πειράζει, είμαι μόνο τέσσερις ωρίτσες εδώ, στο χωριό δεν έχει ακόμη ξημερώσει". 

Όμως, εκειδά πάνου έρχεται βιαστικός ο Ήλιος και της λέγει:

-"Δυο μέρες περάσανε στη Γη κι η μάνα σου πεθαίνει!"

Δίνει βιαστικά ο Αυγερινός το δάκρυ του στην Πούλια, το πήρε η κόρη, την αρπάζει τότε ο Ήλιος με τη χερούκλα του και την κατεβάζει κάτω στο σπίτι της στο νησί. Απιθώνει γοργά η Πούλια τα τρία δάκρυα στην καρδιά της μάνας της και ζωντάνεψε εκείνη.

Έγινε στο χωριό γλέντι τρικούβερτο που ανάρρωσε η Αστέρω χάρη στο ταξίδι της Πούλιας, την Πούλια όμως την έτρωγε το μαράζι για τον Αυγερινό, όμως κουβέντα δεν έλεγε και συνέχισε να είναι καλή κι εργατική.








Προέλευση εικόνας British Library

Πέρασε λίγος καιρός και λέγει μια μέρα η Αστέρω στην κόρη της.

-"Πάνε, κόρη μου να κόψεις ξυλαράκια, πάγω λίγο στο βουνό να μαζέψω ζοχιούς και καυκαλήθρες να τα φάμε σήμερα με ψαράκι.

Πάγει η Αστέρω στο βουνό να μαζέψει χόρτα, όμως ξεπρόβαλε μια οχιά φαρμακερή κάτω από μια πέτρα και τη δάγκωσε και δεν πρόκαμε η κακομοίρα να σώσει ως το χωριό. Την έκλαψε την Αστέρω η Πούλια και μαυροφορέθηκε κι έπιασε το μοιρολόι που για το χατήρι της πήγε ως τον Ουρανό να της φέρει τα δάκρυα του Ήλιου, του Φεγγαριού και του Αυγερινού για να τη γιατρέψει και την έγιανε, αλλά της έμελλε να της αποθάνει από τσίμπημα οχιάς, όμως αυτές ήταν οι βουλές του Θεού και πήγαινε η Πούλια καθημερνώς στο μνήμα της Αστέρως και της φύτεψε βασιλικούς και της άναβε το καντηλάκι.



Μια μέρα, Πάσχα ανήμερα, ήρθανε στο νησί τους πειρατές να κουρσέψουν το έχει ολωνών και πιάσανε και την Πούλια να την πουλήσουν σκλάβα. Την αλυσοδέσαν στο λιμάνι και μαζέψανε κι ούλους τους προεστούς να τους σφάξουν.

-"Αχ, μανούλα μου γλυκιά", στέναξε η Πούλια και ξάφνου έρχεται δίπλα της η μάνα της από τον Άλλο Κόσμο σα φωτεινή σκιά. Της λύνει τα δεσμά και της απίθωσε δίπλα της τις παντοφλίτσες του Ήλιου, την μπόλια του Φεγγαριού και τα γαντάκια του Αυγερινού.

Τα φοράει η Πούλια, δίνει μια κλωτσιά στον αρχηγό, έπιασε αυτός φωτιά και πάει. Δίνει μια κουτουλιά στο ένα πρωτοπαλίκαρό του κι αυτός πάγωσε και πέτρωσε. Δίνει ένα χαστούκι στο δεύτερο πρωτοπαλίκαρο κι ήσπασε σα γυαλί κι οι άλλοι απ' το φόβο τους δώσανε μια βουτιά στη θάλασσα και πέρασε ένα σκυλόψαρο και τους ήκαμε ούλους μια χαψιά. 

Στήσανε τότε τσιμπούσι και χορό και φέρανε κι όργανα και κι αρχίσανε να τρώνε και να πίνουνε και στολίσανε την Πούλια με άνθη και δαντέλες. Κι έσχισε τότε ένα αστέρι το στερέωμα κι έπεσε καταγής μπροστά στα πόδια της Πούλιας. Ήταν ο Αυγερινός. 

-"Ε, Πούλια, θες να γίνεις γυναίκα μου;", τη ρώτησε.

-"Θέλω", του απαντάει αυτή. Κι αναλήφθηκαν τότε η Πούλια κι ο Αυγερινός στους Ουρανούς και παντρεύτηκαν κι ήκαμαν επτά παιδιά, που φωτίζουν τον ουρανό τις νύχτες και δείχνουν το δρόμο στους ναυτικούς και στους οδοιπόρους. 

Ήμουνα κι εγώ στους γάμους τους κι ήφαγα ένα κοπάδι αρνιά κι ήπια και δώδεκα βαρέλια κρασί και χόρεψα τρεις μέρες και τρεις νύχτες.


© Ελένη Καλλιανέζου, Toftlund, Κυριακή του Πάσχα 16 Απριλίου 2017

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: