Με ύφος περισπούδαστο μαζεύτηκαν οι επαΐοντες και είπαν πως η έγκυος γυναίκα στον πίνακα του Βερμέερ με τη μικρή χρυσή ζυγαριά στο χέρι ήταν τάχα μου μια αλληγορία της ματαιότητας του κόσμου ή της Θείας Αλήθειας και Δικαιοσύνης ή ότι είναι η Παρθένος Μαρία που ζυγίζει τις ψυχές των αγέννητων παιδιών. Άλλοι πάλι είπαν πως ήταν απλώς ένα πορτρέτο της Κατερίνας Βερμέερ, της γυναίκας του καλλιτέχνη, θεωρία που μοιάζει να είναι κοντά στην πραγματικότητα, αφού η Κατερίνα Μπόλνες Βερμέερ γέννησε δεκατέσσερα παιδιά.
Η αλήθεια ωστόσο φαίνεται να είναι διαφορετική. Ο Γιαν Βερμέερ τον Οκτώβριο του 1661, λίγο μετά τα εικοστά ένατα γενέθλιά του, συνάντησε στο πανηγύρι της Nτελφτ έναν Ισπανό που τον έλεγαν Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, που είχε μια ουλή πάνω απ’το αριστερό φρύδι κι ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα και στο λαιμό του κρεμόταν με χρυσή καδένα ένα μυστήριο κόσμημα, που έδειχνε έναν άνδρα με τόξο στην πλάτη, να αγκαλιάζει απ’ το λαιμό μια έγκυο καμηλοπάρδαλη, η οποία ημιγονατισμένη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.
Ο ξένος δε μιλούσε καλά ολλανδικά, στην πραγματικότητα δε μιλούσε καθόλου, μόνο καθόταν στον κορμό ενός δέντρου πάνω σ’ έναν μπόγο από πολύχρωμα υφάσματα και στύλωνε κατά καιρούς το βλέμμα του επίμονα σε δύο σαλτιμπάγκους που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με επτά μπαλάκια.
Ο Γιαν Βερμέερ είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ κι είχε πονοκέφαλο, αποφάσισε λοιπόν να απομακρυνθεί απ’ τη βουή στο κέντρο της πλατείας και πήγε και κάθησε κοντά στον Ισπανό. Αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες συστάσεως και κάποιες άλλες αδιάφορες για τη συννεφιά που πιθανόν να έφερνε σε λίγο βροχή, οι δυο άντρες βάλθηκαν να μιλούν, και σύντομα ο ζωγράφος ρώτησε τον Ισπανό τι απεικονίζει το κόσμημα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του και ποια η ιστορία του. Ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τότε, αφού κατέβασε δυο γουλιές ισπανικό κρασί απ’ τη μποτίλια που είχε δίπλα του, διηγήθηκε στον Γιαν Βερμέερ την ακόλουθη ιστορία:
«Μια φορά ζούσε στη Μαυριτανία ένας πλούσιος γαιοκτήμονας, που είχε δυο γιους και μια κόρη. Όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του, αποφάσισε να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους δυο του γιους, πιστεύοντας ότι θα φροντίσουν να δώσουν και μια καλή προίκα στη μικρή τους αδερφή, η οποία θα της εξασφάλιζε έναν καλό γάμο και μια πλούσια ζωή. Στο μεγάλο του γιο άφησε το υποστατικό του με τα αμπέλια στα υψίπεδα της Ταγκάτ και στο μικρό πέντε αραβικά άλογα, μια κασέλα με υφάσματα υφασμένα από Βέρβερους, ένα χωραφάκι στο Σάχελ με ακακίες κι ένα μπαομπάμπ στη μέση και δίπλα ένα μικρό σπιτάκι να προστατεύει όταν φυσάνε το χειμώνα οι τροπικοί άνεμοι Χαρματάν, καθώς κι ένα σακούλι χρυσά νομίσματα.
Ο μεγάλος γιος παντρεύτηκε μια καλή γυναίκα κι αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των αμπελιών, έκανε επτά παιδιά και έζησε μια ήσυχη ζωή, αφού καλοπάντρεψε και τη μικρή αδερφή του μ’ έναν Άραβα χρυσοχόο.
Ο μικρότερος, που τον έλεγαν Χαρούν, πούλησε τέσσερα απ’ τα πέντε άλογά του κι αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο μ’ ένα μπογαλάκι με τα απαραίτητα που μπορούσε να κουβαλήσει το άλογο που κράτησε για τον εαυτό του, με μόνα του όπλα ένα τόξο κι ένα μικρό εγχειρίδιο με ελεφάντινη λαβή, να προστατεύεται από τις επιθέσεις των ληστών και να προσπορίζεται την τροφή του.
Μια μέρα, καθώς περιπλανιόταν στις σαβάνες του νότου είδε ένα αρσενικό λιοντάρι να επιτίθεται σε μια θηλυκή ετοιμόγεννη καμηλοπάρδαλη κι αυθόρμητα το τόξευσε και το σκότωσε. Η καμηλοπάρδαλη πληγωμένη γονάτισε έτοιμη να υποκύψει στα τραύματά της κι ο άντρας έτρεξε και την αγκάλιασε απ’ το λαιμό καθώς έγερνε και πέθαινε, ενώ ταυτόχρονα έδινε ζωή σ’ ένα μικρό θηλυκό με πελώρια μάτια. Το μικρό ήταν καταδικασμένο χωρίς τη μάνα του κι ευάλωτο στις επιθέσεις των θηρίων, όμως ο νέος άρχισε να αγωνιά για την τύχη του κι ούτε που μπορούσε να το αφήσει εκεί μόνο του στις ερημιές κι ούτε αυτό, μικρό όντας κι αδύναμο, μπορούσε να τον ακολουθήσει.
Περάσανε καμπόσες ώρες κάτω από έναν ουρανό μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι επάνω του και πέρασε ένα καραβάνι από νομάδες κι ο Χαρούν πλήρωσε δυο χρυσά νομίσματα για μια προβατίνα για να εξασφαλίσει στο καμηλοπαρδαλάκι του γάλα για τον πρώτο καιρό και το βάφτισε Άμπλα, που στη γλώσσα των Αράβων σημαίνει «τέλεια στην όψη».
Όταν η Άμπλα θέριεψε λίγο και δεν είχε πια ανάγκη το γάλα της προβατίνας, ξεκίνησαν ταξίδι προς το Σάχελ, εκεί που ο Χαρούν είχε το χωραφάκι με τις ακακίες, το μεγάλο μπαομπάμπ και το σπιτάκι. Ένα βράδυ με Πανσέληνο κι ύστερα από εξήντα πέντε φεγγάρια που ο Χαρούν και η Άμπλα ζούσαν μαζί, σκαρφάλωσε ο Χαρούν σ’ ένα κλαδί του μπαομπάμπ να θαυμάσει το φεγγάρι και να μπορεί να βλέπει την καμηλοπάρδαλή του στα μάτια –χωρίς ν’ αναγκάζεται να στραβώνει το λαιμό του κοιτάζοντας ψηλά κι ούτε να την υποχρεώνει να ψάχνει εκείνη να συναντήσει το βλέμμα του χαμηλά στη γη. Τότε ξαφνικά ένα ουρί του παραδείσου ακούστηκε να τραγουδά ένα τραγούδι που μιλούσε για την ανταμοιβή των ουρανών στις αγαθές ψυχές που κάνουν το καλό κι έξαφνα η καμηλοπάρδαλη - Άμπλα αναλήφθηκε στους ουρανούς μέσα σ’ ένα δαχτυλίδι φωτιάς και στη θέση της βρέθηκε μια κόρη με μαύρα μάτια και μαλλιά, Άμπλα στο όνομα και τις χάρες κι αυτή, να του δίνει μια γαβάθα ρύζι μοσχομυριστό κι ένα κουπάκι με τσάι γιασεμιού.
Ο Χαρούν την έπιασε απ’ το χέρι κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι της στο λαιμό του κι έσμιξαν πολλές φορές μέσα στο σπιτάκι, αλλά κι απ’ έξω κάτω απ’ τη σκιά του μπαομπάμπ σαν έπεφτε ο ήλιος και σαν ξημέρωνε και σαν εναλλασσόταν με το φεγγάρι που πότε γέμιζε και πότε λίγευγε, μέχρι που ύστερα από οκτώ φεγγάρια βρέθηκε η Άμπλα έγκυος στο σπόρο του Χαρούν και δεν υπήρχε άντρας στη χώρα των Μαυριτανών ή πάνω στη γη πιο ευτυχισμένος απ’ το Χαρούν, που απροσδόκητα γνώρισε τη χαρά του έρωτα, επειδή κάποτε έσωσε μια καμηλοπάρδαλη ετοιμόγεννη από ένα λιοντάρι που ετοιμαζόταν να την καταβροχθίσει.»
Στο σημείο αυτό ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, έκοψε την αφήγησή του και κατέβασε πάνω απ’ το μισό απ’ το κρασί που είχε η μποτίλια του, στυλώνοντας επίμονα το βλέμμα του στους σαλτιμπάγκους της πλατείας που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με τα επτά μπαλάκια.
Ο Γιαν Βερμέερ ξαφνικά θυμήθηκε πως πεινούσε, αλλά δεν είχε καθόλου όρεξη να δει την πεθερά του. Σκέφτηκε να φάει στην κουζίνα με τους υπηρέτες κι ευγενικά ρώτησε τον ξένο αν ήθελε να τον ακολουθήσει σπίτι του. Εκείνος ένευσε ναι.
Κατευθύνθηκαν στην κουζίνα του σπιτιού της Μαρίας Τινς, της πεθεράς του, όπου ο Βερμέερ ζούσε σώγραμπος και που, ως πολύ πλουσιότερη απ’ τον ίδιο, του υπαγόρευε το καταπώς θα ζήσει με την κόρη της. Η υπηρέτρια σέρβιρε σιωπηλή λάχανο βραστό και λουκάνικα, τυρί, φρέσκο φουρνιστό ψωμί, κόκκινο κρασί της Προβηγκίας και κομπόστα δαμάσκηνα. Ύστερα απ’ το γεύμα, οι δυο άντρες κάθησαν κοντά στη φωτιά της κουζίνας με το κρασί τους κι ο Φερδινάνδο Λούκας, λιγότερο αγριωπός στην όψη, έψαξε στον μπόγο με τα πολύχρωμα υφάσματα που είχε μαζί του, έβγαλε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και παρακάλεσε τον Γιαν να τη δεχτεί ως δώρο για τη γενναιδωρία και τη φιλοξενία του.
Ο ζωγράφος στην αρχή αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα μικρό χρυσό κομψοτέχνημα ήταν πολύ μεγάλο αντίτιμο για ένα γεύμα με λάχανο, λουκάνικα, ψωμί και λίγο κρασί, όμως ο Ισπανός επέμενε κι ο Βερμέερ δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να δεχτεί για να μην τον προσβάλει.
Με το μικρό ζυγό στο χέρι, γύρισε τότε ο Γιαν Βερμέερ και ρώτησε τον Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τι απέγινε ο Χαρούν με την Άμπλα κι ο Ισπανός συνέχισε την ιστορία του:
«Σαν πλησίαζε ο καιρός της Άμπλας να γεννήσει κι είχε ετοιμάσει την προίκα του μωρού από υφαντά Βερβέρων, γύρισε και θερμοπαρακάλεσε το Χαρούν να την πάει στα μέρη που γεννήθηκε, τότε που η μάνα της, η καμηλοπάρδαλη, υπέκυψε στα τραύματα απ’ τα νύχια του λιονταριού, και που εκείνος, ο γενναίος και σπλαχνικός άντρας της είχε σκοτώσει για να της χαρίσει εκεινής ζωή.
Ο Χαρούν έπεσε σε βαθειά συλλογή σκεφτόμενος τον κόπο του ταξιδιού για την ετοιμόγεννη γυναίκα, όμως εκείνη τον παρακάλαγε επίμονα μαζί και γλυκά, που δεν κατάφερε πια να της το αρνηθεί. Πήραν μαζί τους και τα μωριουδιακά, μιας κι η ώρα της γέννας πλησίαζε και θα μπορούσε να είναι κάθε στιγμή.
Έφτασαν χωρίς πολλή ταλαιπωρία στις σαβάνες και κατασκήνωσαν κάτω απ’ τον ουρανό, όταν ανέτελλε το φεγγάρι. Αφού ήπιαν το τσάι τους, σφιχταγκαλιάστηκαν και κουλουριάστηκαν στα πολύχρωμα κιλίμια, που μούσκεψαν ξαφνικά, γιατί η Άμπλα γεννούσε. Ο Χαρούν τη φίλησε στο μέτωπο κι έτρεξε έξω απ’τη σκηνή να ανάψει φωτιά και να ζεστάνει νερό απ’ το ασκί που είχαν μαζί τους.
Καθώς η Άμπλα στο έδαφος με τα χέρια της να κρατούν τα γκέμια του αλόγου σφιγγόταν για να βγάλει το παιδί, σκίστηκε το ύφασμα της σκηνής από μια λέαινα που καραδοκούσε να επιτεθεί στην ετοιμόγεννη.
Άρπαξε τότε ο Χαρούν το τόξο του και σημάδεψε τη λέαινα που έτρεξε μακριά, όμως το θηρίο είχε ήδη πληγώσει την Άμπλα στο λαιμό, που καθώς τον έβαφε το αίμα μάκραινε και μάκραινε κι έγινε λαιμός καμηλοπάρδαλης μέσα στη νύχτα κι έγινε η Άμπλα και πάλι καμηλοπάρδαλη, όμοια στην όψη με τη μάνα της κι ο Χαρούν έκλαιγε και θρηνούσε και τη φιλούσε κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι στον ώμο του και ξεψύχησε, την ώρα ακριβώς που έδινε ζωή στο παιδί τους.
Στη μέση της σαβάνας έκλαιγε ο Χαρούν με το μικρό του γιο στην αγκαλιά το χαμό της αγάπης του κι αναθεμάτισε κι αναρωτιόταν ποια κακή μοίρα τον κατάτρεξε κι έχασε ό,τι αγάπησε στον κόσμο περισσότερο.
Και τότε σκίστηκαν και πάλι οι ουρανοί κι ένα ουρί του παραδείσου τραγούδησε ένα τραγούδι για τη δικαιοσύνη των ουρανών στα πλάσματα του κόσμου και για τον πόνο μιας λέαινας που έχασε το σύντροφό της, όταν βγήκε να κυνηγήσει μια καμηλοπάρδαλη για την πεινασμένη αγέλη και αναλήφθηκε τότε το σώμα της Άμπλας στον ουρανό μέσα σε μια πύρινη νεφέλη και στη θέση του έμεινε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και μια περγαμηνή στα αραβικά με τη φράση «Τυχερός αυτός που έζησε τη γενναιοδωρία των ουρανών για την αγαθή του προαίρεση, πριν γνωρίσει ότι ο Αλλάχ είναι και δίκαιος»
-Το παιδί του Χαρούν και της Άμπλας είμαι εγώ, Ολλανδέ, που με υιοθέτησε ένα ζεύγος Ισπανών στα τρία μου χρόνια. Ο πατέρας μου έβαλε μετά το θάνατο της μάνας τον αντράδερφό του να του φτιάξει ένα κόσμημα με την Άμπλα κι εκείνον και το φορούσε διαρκώς στο λαιμό του, μέχρι που τον πέρασε στο δικό μου, όταν με έδωσε για υιοθεσία.»
Κάπου εκεί χάνονται οι γραπτές μας πηγές για τη συνέχεια της ιστορίας και για το τι απέγινε ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, όμως ο Γιαν Βερμέερ έβαλε την έγκυο γυναίκα του να ποζάρει στον καινούργιο του πίνακα κρατώντας στο χέρι τη μικρή χρυσή ζυγαριά του Ισπανού.
Ο ξένος δε μιλούσε καλά ολλανδικά, στην πραγματικότητα δε μιλούσε καθόλου, μόνο καθόταν στον κορμό ενός δέντρου πάνω σ’ έναν μπόγο από πολύχρωμα υφάσματα και στύλωνε κατά καιρούς το βλέμμα του επίμονα σε δύο σαλτιμπάγκους που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με επτά μπαλάκια.
Ο Γιαν Βερμέερ είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ κι είχε πονοκέφαλο, αποφάσισε λοιπόν να απομακρυνθεί απ’ τη βουή στο κέντρο της πλατείας και πήγε και κάθησε κοντά στον Ισπανό. Αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες συστάσεως και κάποιες άλλες αδιάφορες για τη συννεφιά που πιθανόν να έφερνε σε λίγο βροχή, οι δυο άντρες βάλθηκαν να μιλούν, και σύντομα ο ζωγράφος ρώτησε τον Ισπανό τι απεικονίζει το κόσμημα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του και ποια η ιστορία του. Ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τότε, αφού κατέβασε δυο γουλιές ισπανικό κρασί απ’ τη μποτίλια που είχε δίπλα του, διηγήθηκε στον Γιαν Βερμέερ την ακόλουθη ιστορία:
«Μια φορά ζούσε στη Μαυριτανία ένας πλούσιος γαιοκτήμονας, που είχε δυο γιους και μια κόρη. Όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του, αποφάσισε να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους δυο του γιους, πιστεύοντας ότι θα φροντίσουν να δώσουν και μια καλή προίκα στη μικρή τους αδερφή, η οποία θα της εξασφάλιζε έναν καλό γάμο και μια πλούσια ζωή. Στο μεγάλο του γιο άφησε το υποστατικό του με τα αμπέλια στα υψίπεδα της Ταγκάτ και στο μικρό πέντε αραβικά άλογα, μια κασέλα με υφάσματα υφασμένα από Βέρβερους, ένα χωραφάκι στο Σάχελ με ακακίες κι ένα μπαομπάμπ στη μέση και δίπλα ένα μικρό σπιτάκι να προστατεύει όταν φυσάνε το χειμώνα οι τροπικοί άνεμοι Χαρματάν, καθώς κι ένα σακούλι χρυσά νομίσματα.
Ο μεγάλος γιος παντρεύτηκε μια καλή γυναίκα κι αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των αμπελιών, έκανε επτά παιδιά και έζησε μια ήσυχη ζωή, αφού καλοπάντρεψε και τη μικρή αδερφή του μ’ έναν Άραβα χρυσοχόο.
Ο μικρότερος, που τον έλεγαν Χαρούν, πούλησε τέσσερα απ’ τα πέντε άλογά του κι αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο μ’ ένα μπογαλάκι με τα απαραίτητα που μπορούσε να κουβαλήσει το άλογο που κράτησε για τον εαυτό του, με μόνα του όπλα ένα τόξο κι ένα μικρό εγχειρίδιο με ελεφάντινη λαβή, να προστατεύεται από τις επιθέσεις των ληστών και να προσπορίζεται την τροφή του.
Μια μέρα, καθώς περιπλανιόταν στις σαβάνες του νότου είδε ένα αρσενικό λιοντάρι να επιτίθεται σε μια θηλυκή ετοιμόγεννη καμηλοπάρδαλη κι αυθόρμητα το τόξευσε και το σκότωσε. Η καμηλοπάρδαλη πληγωμένη γονάτισε έτοιμη να υποκύψει στα τραύματά της κι ο άντρας έτρεξε και την αγκάλιασε απ’ το λαιμό καθώς έγερνε και πέθαινε, ενώ ταυτόχρονα έδινε ζωή σ’ ένα μικρό θηλυκό με πελώρια μάτια. Το μικρό ήταν καταδικασμένο χωρίς τη μάνα του κι ευάλωτο στις επιθέσεις των θηρίων, όμως ο νέος άρχισε να αγωνιά για την τύχη του κι ούτε που μπορούσε να το αφήσει εκεί μόνο του στις ερημιές κι ούτε αυτό, μικρό όντας κι αδύναμο, μπορούσε να τον ακολουθήσει.
Περάσανε καμπόσες ώρες κάτω από έναν ουρανό μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι επάνω του και πέρασε ένα καραβάνι από νομάδες κι ο Χαρούν πλήρωσε δυο χρυσά νομίσματα για μια προβατίνα για να εξασφαλίσει στο καμηλοπαρδαλάκι του γάλα για τον πρώτο καιρό και το βάφτισε Άμπλα, που στη γλώσσα των Αράβων σημαίνει «τέλεια στην όψη».
Όταν η Άμπλα θέριεψε λίγο και δεν είχε πια ανάγκη το γάλα της προβατίνας, ξεκίνησαν ταξίδι προς το Σάχελ, εκεί που ο Χαρούν είχε το χωραφάκι με τις ακακίες, το μεγάλο μπαομπάμπ και το σπιτάκι. Ένα βράδυ με Πανσέληνο κι ύστερα από εξήντα πέντε φεγγάρια που ο Χαρούν και η Άμπλα ζούσαν μαζί, σκαρφάλωσε ο Χαρούν σ’ ένα κλαδί του μπαομπάμπ να θαυμάσει το φεγγάρι και να μπορεί να βλέπει την καμηλοπάρδαλή του στα μάτια –χωρίς ν’ αναγκάζεται να στραβώνει το λαιμό του κοιτάζοντας ψηλά κι ούτε να την υποχρεώνει να ψάχνει εκείνη να συναντήσει το βλέμμα του χαμηλά στη γη. Τότε ξαφνικά ένα ουρί του παραδείσου ακούστηκε να τραγουδά ένα τραγούδι που μιλούσε για την ανταμοιβή των ουρανών στις αγαθές ψυχές που κάνουν το καλό κι έξαφνα η καμηλοπάρδαλη - Άμπλα αναλήφθηκε στους ουρανούς μέσα σ’ ένα δαχτυλίδι φωτιάς και στη θέση της βρέθηκε μια κόρη με μαύρα μάτια και μαλλιά, Άμπλα στο όνομα και τις χάρες κι αυτή, να του δίνει μια γαβάθα ρύζι μοσχομυριστό κι ένα κουπάκι με τσάι γιασεμιού.
Ο Χαρούν την έπιασε απ’ το χέρι κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι της στο λαιμό του κι έσμιξαν πολλές φορές μέσα στο σπιτάκι, αλλά κι απ’ έξω κάτω απ’ τη σκιά του μπαομπάμπ σαν έπεφτε ο ήλιος και σαν ξημέρωνε και σαν εναλλασσόταν με το φεγγάρι που πότε γέμιζε και πότε λίγευγε, μέχρι που ύστερα από οκτώ φεγγάρια βρέθηκε η Άμπλα έγκυος στο σπόρο του Χαρούν και δεν υπήρχε άντρας στη χώρα των Μαυριτανών ή πάνω στη γη πιο ευτυχισμένος απ’ το Χαρούν, που απροσδόκητα γνώρισε τη χαρά του έρωτα, επειδή κάποτε έσωσε μια καμηλοπάρδαλη ετοιμόγεννη από ένα λιοντάρι που ετοιμαζόταν να την καταβροχθίσει.»
Στο σημείο αυτό ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, έκοψε την αφήγησή του και κατέβασε πάνω απ’ το μισό απ’ το κρασί που είχε η μποτίλια του, στυλώνοντας επίμονα το βλέμμα του στους σαλτιμπάγκους της πλατείας που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με τα επτά μπαλάκια.
Ο Γιαν Βερμέερ ξαφνικά θυμήθηκε πως πεινούσε, αλλά δεν είχε καθόλου όρεξη να δει την πεθερά του. Σκέφτηκε να φάει στην κουζίνα με τους υπηρέτες κι ευγενικά ρώτησε τον ξένο αν ήθελε να τον ακολουθήσει σπίτι του. Εκείνος ένευσε ναι.
Κατευθύνθηκαν στην κουζίνα του σπιτιού της Μαρίας Τινς, της πεθεράς του, όπου ο Βερμέερ ζούσε σώγραμπος και που, ως πολύ πλουσιότερη απ’ τον ίδιο, του υπαγόρευε το καταπώς θα ζήσει με την κόρη της. Η υπηρέτρια σέρβιρε σιωπηλή λάχανο βραστό και λουκάνικα, τυρί, φρέσκο φουρνιστό ψωμί, κόκκινο κρασί της Προβηγκίας και κομπόστα δαμάσκηνα. Ύστερα απ’ το γεύμα, οι δυο άντρες κάθησαν κοντά στη φωτιά της κουζίνας με το κρασί τους κι ο Φερδινάνδο Λούκας, λιγότερο αγριωπός στην όψη, έψαξε στον μπόγο με τα πολύχρωμα υφάσματα που είχε μαζί του, έβγαλε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και παρακάλεσε τον Γιαν να τη δεχτεί ως δώρο για τη γενναιδωρία και τη φιλοξενία του.
Ο ζωγράφος στην αρχή αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα μικρό χρυσό κομψοτέχνημα ήταν πολύ μεγάλο αντίτιμο για ένα γεύμα με λάχανο, λουκάνικα, ψωμί και λίγο κρασί, όμως ο Ισπανός επέμενε κι ο Βερμέερ δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να δεχτεί για να μην τον προσβάλει.
Με το μικρό ζυγό στο χέρι, γύρισε τότε ο Γιαν Βερμέερ και ρώτησε τον Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τι απέγινε ο Χαρούν με την Άμπλα κι ο Ισπανός συνέχισε την ιστορία του:
«Σαν πλησίαζε ο καιρός της Άμπλας να γεννήσει κι είχε ετοιμάσει την προίκα του μωρού από υφαντά Βερβέρων, γύρισε και θερμοπαρακάλεσε το Χαρούν να την πάει στα μέρη που γεννήθηκε, τότε που η μάνα της, η καμηλοπάρδαλη, υπέκυψε στα τραύματα απ’ τα νύχια του λιονταριού, και που εκείνος, ο γενναίος και σπλαχνικός άντρας της είχε σκοτώσει για να της χαρίσει εκεινής ζωή.
Ο Χαρούν έπεσε σε βαθειά συλλογή σκεφτόμενος τον κόπο του ταξιδιού για την ετοιμόγεννη γυναίκα, όμως εκείνη τον παρακάλαγε επίμονα μαζί και γλυκά, που δεν κατάφερε πια να της το αρνηθεί. Πήραν μαζί τους και τα μωριουδιακά, μιας κι η ώρα της γέννας πλησίαζε και θα μπορούσε να είναι κάθε στιγμή.
Έφτασαν χωρίς πολλή ταλαιπωρία στις σαβάνες και κατασκήνωσαν κάτω απ’ τον ουρανό, όταν ανέτελλε το φεγγάρι. Αφού ήπιαν το τσάι τους, σφιχταγκαλιάστηκαν και κουλουριάστηκαν στα πολύχρωμα κιλίμια, που μούσκεψαν ξαφνικά, γιατί η Άμπλα γεννούσε. Ο Χαρούν τη φίλησε στο μέτωπο κι έτρεξε έξω απ’τη σκηνή να ανάψει φωτιά και να ζεστάνει νερό απ’ το ασκί που είχαν μαζί τους.
Καθώς η Άμπλα στο έδαφος με τα χέρια της να κρατούν τα γκέμια του αλόγου σφιγγόταν για να βγάλει το παιδί, σκίστηκε το ύφασμα της σκηνής από μια λέαινα που καραδοκούσε να επιτεθεί στην ετοιμόγεννη.
Άρπαξε τότε ο Χαρούν το τόξο του και σημάδεψε τη λέαινα που έτρεξε μακριά, όμως το θηρίο είχε ήδη πληγώσει την Άμπλα στο λαιμό, που καθώς τον έβαφε το αίμα μάκραινε και μάκραινε κι έγινε λαιμός καμηλοπάρδαλης μέσα στη νύχτα κι έγινε η Άμπλα και πάλι καμηλοπάρδαλη, όμοια στην όψη με τη μάνα της κι ο Χαρούν έκλαιγε και θρηνούσε και τη φιλούσε κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι στον ώμο του και ξεψύχησε, την ώρα ακριβώς που έδινε ζωή στο παιδί τους.
Στη μέση της σαβάνας έκλαιγε ο Χαρούν με το μικρό του γιο στην αγκαλιά το χαμό της αγάπης του κι αναθεμάτισε κι αναρωτιόταν ποια κακή μοίρα τον κατάτρεξε κι έχασε ό,τι αγάπησε στον κόσμο περισσότερο.
Και τότε σκίστηκαν και πάλι οι ουρανοί κι ένα ουρί του παραδείσου τραγούδησε ένα τραγούδι για τη δικαιοσύνη των ουρανών στα πλάσματα του κόσμου και για τον πόνο μιας λέαινας που έχασε το σύντροφό της, όταν βγήκε να κυνηγήσει μια καμηλοπάρδαλη για την πεινασμένη αγέλη και αναλήφθηκε τότε το σώμα της Άμπλας στον ουρανό μέσα σε μια πύρινη νεφέλη και στη θέση του έμεινε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και μια περγαμηνή στα αραβικά με τη φράση «Τυχερός αυτός που έζησε τη γενναιοδωρία των ουρανών για την αγαθή του προαίρεση, πριν γνωρίσει ότι ο Αλλάχ είναι και δίκαιος»
-Το παιδί του Χαρούν και της Άμπλας είμαι εγώ, Ολλανδέ, που με υιοθέτησε ένα ζεύγος Ισπανών στα τρία μου χρόνια. Ο πατέρας μου έβαλε μετά το θάνατο της μάνας τον αντράδερφό του να του φτιάξει ένα κόσμημα με την Άμπλα κι εκείνον και το φορούσε διαρκώς στο λαιμό του, μέχρι που τον πέρασε στο δικό μου, όταν με έδωσε για υιοθεσία.»
Κάπου εκεί χάνονται οι γραπτές μας πηγές για τη συνέχεια της ιστορίας και για το τι απέγινε ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, όμως ο Γιαν Βερμέερ έβαλε την έγκυο γυναίκα του να ποζάρει στον καινούργιο του πίνακα κρατώντας στο χέρι τη μικρή χρυσή ζυγαριά του Ισπανού.
© Ελένη Καλλιανέζου, εν Δανία τη 4η Ιουνίου 2011 έγραψε.
9 σχόλια:
Καλώς σε ξαναβρίσκουμε...
Γεια σου και χαρά σου!
Το έργο είναι «προφητικό»!
Η γυναίκα αυτή συμβολίζει τους κοιλαράδες της πλατείας Συντάγματος, του το 2011 παριστάνουν ρους πεινασμένους και χτυπάνε άδειες κατσαρόλες μπροστά στη Βουλή!
Δηλαδή αμα σωσω εγω μια έγκυο καμηλοπάρδαλη παιζει να βρω γυναίκα να με αντέχει;
Κι επειδή είναι λιγο δύσκολο να βρω καμηλοπάρδαλη, παίζει το ίδιο σενάριο με κότα;
Φιλούμπες μπρε. Μπρασιντα.
@ Άσκαρ,
Το έργο είναι όντως προφητικό. Συμβολίζει τους τυμπανιασμένους από την πείνα που θα χτυπάνε τις άδειες κατσαρόλες μπροστά στη Βουλή το 2015!
@ Βρασίδα,
Ναι, παίζει, ακόμα και με θηλυκό γλάρο, αν τον σώσεις απ' τα πεινασμένα δόντια του Άσκαρ το 2013, σε περίπτωση που το σημείο G Παπανδρέου του δηλώσει αδυναμία να του προσφέρει ηδονή πληρώνοντας την κότα.
Αν ζούνε ως τότε, με άλλα τρία (και μακρύτερα) μνημόνια στην πλάτη!
?
@black velvet,
τίνι τρόπω μπορώ να απαντήσω στο ερωτηματικό σου; Πού αναφέρεται;
Εκπληκτικό...!!! Έμεινα άφωνη, μπράβο...
Νοιώθω σεβασμό για την πέννα σου..
Δημοσίευση σχολίου