Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Οι Ασυνήθεις Υποψιασμένοι και το Μεγαλεπήβολο Σχέδιό τους που θα Ανέτρεπε τον Κόσμο


[Η ιδέα ενός μαζικού ονειρικού κόσμου γεννήθηκε από τη νοσταλγία: μένουμε ολομόναχοι απέναντι στα όνειρά μας, και μες στην ίδια μας την αγκαλιά η αγαπημένη φεύγει μακριά, σε μοναχικά μέρη τρόμου ή ευτυχίας· και τι δε θα δίναμε για να μπορούσαμε να συνοδεύουμε την αγαπημένη μας στους εφιάλτες της και να την υπερασπιζόμαστε κι εκεί ακόμα απ’ τα ξεσηκωμένα δαιμόνια ή να μοιραζόμαστε μαζί της την τέλεια χαρά που προσφέρει η φαντασία] –Ούγκο Ιριάρτ, Γκαλαόρ· Ο Περιπλανώμενος Ιππότης και η Βαλσαμωμένη Κόρη, εκδ. Κέδρος, μτφρ. Βασιλική Κνήτου
Ασυνήθεις υποψιασμένοι ήταν Αυτός κι Αυτή που αποφάσισαν να μην πεθάνουν στην πόλη που θάβουν τους εστεμμένους.

Ο ασυνήθης Αυτός υπήρξε κάποτε εστεμμένος, τώρα έκπτωτος στη Xώρα των Yπερώων και των Kεραμοσκεπών, ψηλός αρκετά ώστε να βλέπει απευθείας τα δρώμενα των ουρανών χωρίς να πολυσηκώνει το κεφάλι του. Στη Xώρα των Yπερώων κρέμασε το μαγικό σπαθί του σ’ ένα δοκάρι της σκεπής ακριβώς πάνω απ’ το κρεβάτι του με τη λεπίδα να στοχεύει στο προσκεφάλι, όμως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας να πέσει ποτέ απ’ τα καρφιά που το συγκρατούσαν· δε θα έβγαιναν από τη θέση τους ακόμα κι αν ερχόταν η Συντέλεια και το σπαθί δε θα το ξεκρεμούσε ποτέ κανείς, ακόμα κι αν ήταν δωδεκάχρονος μέλλων βασιλιάς της Αγγλίας που κάποια μυστηριώδης μαγική δύναμη τον οδηγούσε στο πεπρωμένο του.

Ασυνήθης ήταν και Αυτή, μέλλουσα εστεμμένη στο Bασίλειο των Mεσαίων Oρόφων, πιθανώς και μιας σοφίτας στη Χώρα των Μάλλον Χαμηλών Κτηρίων, αλλά Ψηλών Δέντρων. Το δικό της όπλο ήταν ένα μαγικό κουτί γεμάτο καρτελάκια με λέξεις· ήταν ένα παιχνίδι επινοήσεων, όπου τυχαία συνταίριαζε λέξεις χωρίς να έχει ιδέα εκ των προτέρων για το τι είδους ιστορία θα φτιαχτεί. Από τη στιγμή όμως που οι λέξεις κολλούσαν η μια δίπλα στην άλλη και η ιστορία τέλειωνε, γινόταν η ιστορία χρησμός που όριζε τα πεπρωμένα των ανθρώπων πέρα απ’ τις Χώρες των Υπερώων, των Κεραμοσκεπών και των Μάλλον Χαμηλών Κτηρίων. Όντα μυστηριακά και τέρατα, σκηνές κάλλους και αποτρόπαιες υπόκεινταν στο νόμο του κουτιού κι επιδρούσαν στην Ιστορία των Ανθρώπων.

Έτσι, κάθε κύριος ή κυρία του κουτιού στα βάθη του χρόνου επιφορτιζόταν και την ευθύνη για το πλέξιμο των γεγονότων του καιρού τους, που κάποτε έσπαζε και τα όρια του χρόνου και άλλαζε τα πάντα, ακόμα και την ίδια την ουσία του κουτιού και τη μαγική του δύναμη, κατά τρόπο αμετάκλητα μετακλητό –που πάει να πει: μετακλητό όσο υπάρχει φαντασία και αμετάκλητο όσο υπάρχει θάνατος.

Υποψιασμένοι οι δυο τους για το ασυνήθιστο των όπλων τους, το σπαθί που δε θα φέρει κανενός το θάνατο και το κουτί που γράφει τα πεπρωμένα και με τρόπο μετακλητά αμετάκλητο συναποφάσισαν μια παραμονή Πρωτομαγιάς ότι 1 + 1 δεν κάνει αμετάκλητα 2, αλλά και 0, 1, 3, 4 και ό,τι άλλο ένα γνωστό α (αλλά με άγνωστες περαιτέρω ιδιότητες) κι ένα ομοίως γνωστό-άγνωστο β συναποφασίσουν. Έτσι, συναποφάσισαν να κάνουν το σπαθί να λειτουργήσει κατά τρόπο αμετάκλητα μετακλητό, που πάει να πει: αν το σπαθί δε μέλλει να φέρει κανενός το θάνατο, διά της δύναμης των λέξεων του κουτιού οφείλει να καταργήσει και το θάνατο σε κάθε του μορφή, ακόμα κι εκεί που το ίδιο αυτό σπαθί δεν μπορεί από τη φύση του να επέμβει.

Βασική φυσικά προϋπόθεση σ’ αυτό το ξόρκι θα ήταν ένας συντονισμός ονείρων και μια αλχημιστική μεταμόρφωση που θα έκανε Αυτόν Κύριο του Κουτιού κι Εκείνην Κυρά του Σπαθιού που δεν κόβει, που θα έκανε Αυτόν γυναίκα κι Εκείνη άνδρα, Αυτόν μέλλοντα εστεμμένο στο Βασίλειο των μεσαίων ορόφων στη Χώρα των χαμηλών Κτηρίων – αλλά μάλλον ψηλών Δέντρων κι Εκείνη πρώην εστεμμένη στη Χώρα των Υπερώων και των Κεραμοσκεπών.

Κι είπαν με τη δύναμη των λέξεων του κουτιού: «Ας αρχίσει τώρα το σπαθί να κόβει και πρώτα απ’ όλα να σκοτώσει το Θάνατο».

Και τράβηξαν το σπαθί απ’ τα καρφιά του και το κάρφωσαν στην Κάρτα 13 της Μεγάλης Αρκάνας που απεικονίζει το Θάνατο και διαλύθηκε ο σκελετός της φιγούρας με το μαύρο μανδύα και έγιναν κουρνιαχτός και τέφρα τα κόκαλά του, κι ο Θάνατος πέθανε.

Επειδή όμως ήταν η πρώτη φορά που το σπαθί κατάφερνε θανάσιμο πλήγμα ακόμα και στον ίδιο το Θάνατο, άλλαξε η φύση του κι έπαψε να είναι πια το σπαθί που δεν έφερνε κανενός το θάνατο κι έγινε σπαθί θανάτου κατά τρόπο αμετάκλητα μετακλητό, που πάει να πει: μετακλητό όσο υπάρχει φαντασία και αμετάκλητο όσο υπάρχει θάνατος – ο προερχόμενος εκ του σπαθιού, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο ο θάνατος παραμένει αμετάκλητα αθάνατος και η ζωή αμετάκλητα θνητή και σ’ αυτό το γρίφο του παραλόγου δεν απάντησε ποτέ κανείς, ει μη μόνον κάποιοι γελωτοποιοί από αρχαιοτάτων χρόνων, όταν ήθελαν να σπάσουν πλάκα με τους φόβους των θνητών δίνοντάς τους φρούδες ελπίδες.

Κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να εξαφανίσουν διά παντός το σπαθί που αντικατέστησε το θάνατο και με τη δύναμη των λέξεων του κουτιού είπαν: «Ας εξαφανιστεί το σπαθί διά παντός κι ας περάσει στην ανυπαρξία». Και πέρασε το σπαθί στην ανυπαρξία ως μη όπλο, που δεν επέφερε πλήγμα σε κανέναν –ούτε και στον ίδιο το θάνατο.

Τους έμεινε μόνο το κουτί με τις λέξεις, κατά τρόπο αμετάκλητα – μετακλητό, τυχαία να συνταιριάζουν λέξεις και να φτιάχνουν ιστορίες που επιδρούν στα πεπρωμένα κατά τρόπο αμετάκλητα μετακλητό, όσο δηλαδή κρατά το στιγμιαίο κι όσο να πεθάνει το ζωντανό, δίχως συνοχή και νόημα, καθώς όλα τα νοήματα είναι κι αυτά στιγμιαία και υποκειμενικά κι εφήμερα και μετακλητά, έως ότου έρθει το μόνο αμετάκλητο που δεν κατάφερε να σταματήσει το σπαθί που δεν υπήρξε ποτέ.

Έπεσαν και κοιμήθηκαν κι ονειρεύτηκαν κι οι δυο πως έσμιξαν και μετακλητά και στιγμιαία ξέχασαν το αμετάκλητο και ξύπνησαν αγκαλιασμένοι, μετακλητά κι εφήμερα ευτυχείς μέχρι το επόμενο μετακλητό ή αμετάκλητο. Ύστερα βγήκαν μια βόλτα στην πόλη και έριξαν μια ματιά σ’ ένα ζευγάρι ερωτευμένων που είχε την πεποίθηση ότι γνώριζε την ουσία της ζωής κι οι ασυνήθεις υποψιασμένοι χαμογέλασαν με την επίγνωση της πλήρους τους άγνοιας κι έκλεισαν το μάτι συναινετικά και κατεργάρικα μπροστά στη άγνοια της άγνοιας των συνήθων ανυποψίαστων και των μεγαλεπήβολων σχεδίων τους να ανατρέψουν τον Κόσμο. Επίσης διαπίστωσαν πως αγαπιούνταν κατά έναν τρόπο εξαίσια αμετάκλητα μετακλητό.


© Ελένη Καλλιανέζου στις 13 Ιουνίου 2011 και στη Δανία, κατά τρόπο αμετάκλητα μετακλητό.

buzz it!

1 σχόλιο:

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Ουδέν αμετακλητότερον του μετακλητού!