Johann Heinrich Füssli, Das Schweigen (Η Σιωπή), 1799 – 1801, Kunsthaus, Zυρίχη.
Ένα μπωλάκι σούπα κι ένα μαξιλάρι
Ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών, βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, σ’ αυτήν την κατάσταση που χαλαρώνεις κι ετοιμάζεσαι να κοιμηθείς, αλλά είσαι ακόμη σε εγρήγορση, τα μάτια μου εστίαζαν στο παράθυρο και στο φως του δρόμου απ’ έξω και βρέθηκα σε μια δίνη, όλα γυρνούσαν, σκηνές περνούσαν μπροστά μου με ταχύτητα απ’ το παρελθόν, φλας μπακ με συνέπεια.
Ύστερα, ένα τίναγμα, ήμουν αλλού, ένα αγροτόσπιτο γύρω στα 1840, ήμουν βέβαιη για την ημερομηνία γιατί έβλεπα από ψηλά τρία πρόσωπα: δύο γυναίκες και έναν άνδρα, τους παρακολουθούσα κανονικά, εκείνοι δε με έβλεπαν και ήξερα τα πρόσωπα.
Η μια γυναίκα ήταν μελαχροινή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι – άρρωστη, ο άντρας της δίπλα με μακρυές φαβορίτες και παντελόνι ιππασίας και η άλλη όρθια μ’ ένα μπωλάκι σούπα στο χέρι το πήγαινε στην άρρωστη. Ήταν ξανθιά με τα μαλλιά σε σινιόν κι εγώ την έβλεπα από πίσω και ήξερα αυτό που δεν ήξερε η άρρωστη, πως δηλαδή αυτή η γυναίκα με τη σούπα και ο άντρας της άρρωστης ήταν εραστές.
Ύστερα έγινα εγώ η άρρωστη στο κρεβάτι, η ξανθιά γυναίκα μου έφερνε τη σούπα, ο άντρας μου κοιτάχτηκε με την ξανθιά γυναίκα, ένευσαν σιωπηλά κι αρπάζει εκείνος ένα μαξιλάρι και με πνίγει, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, πνίγομαι και λέω μέσα μου «τώρα πεθαίνω» και πάλευα και λέω «έτσι λοιπόν είναι να πεθαίνεις» κι αυτόματα γυρίζω το κεφάλι πλάγια και βλέπω τη μητέρα μου να με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια επίμονα και τραντάχτηκα και γύρισα στο τώρα.
Το λιοντάρι στο διάδρομο
Πιτσιρίκα, ίσως μικρότερη από πέντε χρονών, ανασηκώνομαι στο κρεβάτι μου και βλέπω απ’ το διάδρομο ένα λιοντάρι αρσενικό με βυσσινιά χαίτη να με κοιτάζει, το λιοντάρι δε σάλευε, μόνο κοιταζόμαστε και τότε λέω:
-Μαμά, μαμά! Το λιοντάρι είναι εδώ. Διώξτο!
Κι εκείνη μου λέει:
-Πέσε κοιμήσου, δεν υπάρχει λιοντάρι.
Και υπάκουσα. Όμως λιοντάρι υπήρχε!
_________________________________
© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 7 Aπριλίου 2009
10 σχόλια:
Αν ακούς και φωνές, να το προσέξεις.....
Το λιοντάρι είχε και όψη ανθρώπου ,
κάποιου γνωστού ας πούμε, ή απλώς κανένα ξεπεσμένο λιοντάρι τσίρκου που έκοβε βόλτες ασκόπως ?
ΥΓ Πάντως και στις 2 ιστορίες η μητέρα έχει ρόλο..
O λέων; Μια χαρά ήταν ζωόμορφος κανονικά, δεν έτρωγε, μπα...
Έπαιζε ρόλο η μαμά μου, ναι. Ήταν παρούσα.
Φωνές ακούω τώρα δα! Μια φωνή απ' το υπερπέραν μου λέει:
"Πάααααρε αυτόν τον χοντρό τόοοοομο βιβλίου. Και κοπάαααααανησε το κεφάλι του Τάκη!"
Τώρα βέβαια που το λες, ακούω και φωνές. Ή μάλλον εξασκήθηκα αρκετά για να τις ακούω, γιατί όσες φορές ήμουν ανυπάκουη, την πάτησα.
Δεν λυπάσαι το κακόμοιρο βιβλίο?...
Χμ, βρήκες το ευαίσθητο σημείο μου κι αυτό είναι μείον μου, κι αυτό είναι μείον μου.
Θα επαναδιαπραγματευτώ το θέμα του βιβλίου με τις φωνές.
Δεν σου είπε κανείς να κοπανήσεις τον Τάκη, μη λες ψέμματα!
Τον Ασκαρ σου είπα να του φέρεις όλα τα βιβλία που έχεις διαβάσει στην γαϊδουρινή κεφάλα του.!!!
Και δεν έχεις και πάντα άδικο, ούτε την πατάμε επειδή δεν ακούμε.
Την πατάμε και όταν ακούμε!!
Την πατάμε ούτως ή άλλως. :))
Επιτέλους να βρίσκουμε και κάναν άνθρωπο να συνεννοούμαστε...
Πολύ δυνατή,καμμιά κορνίζα δεν σε χωράει.Απορώ πως αντέχεις τον εαυτό σου..Τα λές όλα και συμφέρεις.
Διάβασα τα περισσότερα κομμάτια του blog και αυτό είναι ένα γενικό σχόλιο.Και είς άλλα.
Ωχ, μας πήραν πρέφα οι υπηρεσιακοί παράγοντες!
Γεια σου, Κερκυραίε! Καλωσόρισες! :)
Δημοσίευση σχολίου