Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

To δίλημμα του Corneille

Όταν ο Γάλλος δραματουργός Pierre Corneille[1] έγραψε το 1636 την τραγικοκωμωδία του Le Cid[2] σίγουρα κατέρριψε πολλούς από τους παραδεδομένους κανόνες για το θέατρο. Το έργο απάντησε τεράστια επιτυχία από το κοινό, αλλά αντιμετώπισε και τη δριμεία πολεμική του Καρδιναλίου Ρισελιέ, ο οποίος ήταν και επικεφαλής της Γαλλικής Ακαδημίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο σκόπιμα προτεινόμενος από τον Corneille νεολογισμός ‘τραγικοκωμωδία’ (ιλαροτραγωδία) κατέρριπτε τον παραδεδομένο έως τότε αυστηρό διαχωρισμό του θεατρικού έργου σε αμιγώς κωμωδία ή τραγωδία. Το θέατρο αποκτούσε και άλλες διαστάσεις πέραν του μαύρου – άσπρου των οιμωγών του δράματος και της κωμικής, συχνά γκροτέσκας φάρσας ή φαρσοκωμωδίας.

Αλλά ο όρος ‘τραγικοκωμωδία’ (tragi-comédie) δεν ήταν ο μόνος λόγος που ο Corneille σόκαρε την υπό τη σκιά του Καρδιναλίου Ρισελιέ Ακαδημία, λογικό -μιας και ήταν ο ιδρυτής της. Ανέσυρε στην επιφάνεια κι άλλα ακανθώδη ερωτήματα θεολογικής υφής για την αθανασία λογουχάριν της ψυχής, τη στιγμή που η παραδεδομένη αντίληψη ήταν ότι το θέατρο οφείλει να διδάσκει ήθος.

Οι ενστάσεις ωστόσο της Γαλλικής Ακαδημίας δεν επικεντρώθηκαν σ’ αυτά τα δύο βασικά ερωτήματα. Το ζήτημα Σιντ, όπως ονομάστηκε, προτάσσει επισήμως ως αιτιάσεις για τη δριμεία κριτική του έργου το γεγονός ότι δραματουργικά ο Corneille δε σεβάστηκε τους τρεις βασικούς κλασσικούς κανόνες ενότητας στο δράμα: Την ενότητα κοντολογίς του Χρόνου, του Τόπου και της Δράσης. Σύμφωνα με αυτούς, η υπόθεση έπρεπε να εξελίσσεται μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο, στον ίδιο τόπο και χρησιμοποιώντας ένα μόνο σκηνικό, ενώ η υπόθεση θα έπρεπε να επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό ερώτημα ή εσωτερική διαμάχη. Kαι το έργο του Corneille σίγουρα εξελίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα.

Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Rodrigo Díaz de Vivar, θρυλικός ήρωας της Ισπανίας του Μεσαίωνα, γνωστός ως El Cid el Campeador (Ο Κύριος, ο Δάσκαλος των πολεμικών τεχνών). Ο Rodrigo Díaz υμνήθηκε από τους Ισπανούς σε σημείο που η ύπαρξή του να θεωρείται μυθική από κάποιους μελετητές του, όπως ο Masdeu. Θα εμπνεύσει από τον ανώνυμο ποιητή του 13ου αιώνα στο Cantar de Mio Cid ή El Poema del Cid (Το τραγούδι του Σιντ μου ή Το Ποίημα του Σιντ) μέχρι και το Θερβάντες που θα αντλήσει έμπνευση για το Ροσινάντη, το άλογο του Δον Κιχώτη από το άλογο του Ελ Σιντ, τον Μπαμπιέκα. Ο Jules Massenet θα γράψει όπερα τιτλούμενη Le Cid, μέχρι και ο Ezra Pound θα αναφέρει τον θρυλικό ήρωα στο Cantos III από τη συλλογή του The Cantos. Θα γυριστεί σε ταινίες, θα εμπνεύσει ακόμη και παιχνίδια του υπολογιστή, όπως το Age of Empire II. O Pierre Corneille όμως θα στηρίξει την υπόθεση του έργου του πάνω στο έργο Las Mocedades del Cid του Guillén de Castro y Bellvís[3], που γράφτηκε το 1621.

Συνοπτικά η υπόθεση του έργου αναφέρεται στον έρωτα του Δον Ροντρίγκο (Ελ Σιντ) και της Σιμένης, ο οποίος όμως κωλύεται απ’ τη διαμάχη του πατέρα του Δον Ροντρίγο, του στρατηγού Δον Ντιέγκο και του πατέρα της Σιμένης, κόμη του Γκορμάς. Η διαμάχη των δύο οικογενειών είναι σχεδόν Σαιξπηρική: Ο πατέρας της Σιμένης θα προσβάλλει τον πατέρα του Ελ Σιντ. Διχασμένος ανάμεσα στο καθήκον να υπερασπιστεί τον πατέρα του και στον έρωτά του για τη Σιμένη, ο Δον Ροντρίγκο τελικά θα λαβώσει θανάσιμα σε μονομαχία τον πατέρα της καλής του. Η Σιμένη από την άλλη, χωρίς να αρνηθεί την αγάπη της, ζητά την κεφαλή του φονιά του πατέρα της επί πίνακι («απαιτώ δικαιοσύνη»).

Αργότερα ο Ροντρίγκο θα δώσει νικηφόρες μάχες με τους Μαυριτανούς, το κύρος και η υπόληψή του θα επανακτηθούν, και η Σιμένη θα ζητήσει τελικά από το βασιλιά κάποιος από τους ιππότες του να μονομαχήσει για χάρη της με το Δον Ροντρίγκο, για να της φέρει το κεφάλι του, ενώ συμφωνεί να παντρευτεί το νικητή, όποιος κι αν είναι αυτός. Ο Ροντρίγκο διστάζει και συνομιλώντας μαζί της ιδιαιτέρως της δηλώνει ότι δε θα μονομαχήσει με κανέναν για το χέρι της («μη χαραμίζεις το αίμα μου, δοκίμασε χωρίς αντίσταση τη χαρά της καταστροφής μου και δικής σου εκδίκησης»).

Τελικά η Σιμένη θα τον πείσει με το επιχείρημα ότι αν νικήσει, θα παντρευτούν. Η αγωνία της Σιμένης θα κορυφωθεί, όταν προς στιγμήν νομίζει ότι ο αγαπημένος της σκοτώθηκε βλέποντας το μονομάχο του βασιλιά να κουβαλά ένα ματωμένο σπαθί. Αυτός όμως θα της πει ότι ο Δον Ροντρίγκο στην πραγματικότητα τον αφόπλισε και του χάρισε της ζωή.

Αν και οι δυο ήρωες αγαπιούνται, μένουν αναποφάσιστοι προκειμένου να παντρευτούν, λόγω της προϊστορίας τους. Ο βασιλιάς τους επισημαίνει ότι οι συνθήκες απέδειξαν ότι είναι πλασμένοι οι δυο τους ο ένας για τον άλλον, κατανοεί εντούτοις, ότι χρειάζονται χρόνο για να προσαρμοστούν. Η Σιμένη θα ορίσει τις ημερομηνίες του γάμου τους για τον επόμενο χρόνο, ενώ στο μεταξύ ο Ροντρίγκο με το προσωνύμιο πλέον Ελ Σιντ – Ο Κύριος θα ξεκινήσει μάχες για να υπερασπιστεί την Ισπανία από τους Μαυριτανούς.

Το δίλημμα του Corneille.
Aυτό που είναι πρόδηλο μέσα στο έργο του Γάλλου δραματουργού είναι το δίλημμα του Corneille ή η επιλογή του Corneille σ’ ένα θανάσιμο στοίχημα, όπου δεν υπάρχει νικητής. Ο ήρωας παραπαίει ανάμεσα στον έρωτα και το καθήκον ή την τιμή και τη φυσική του αβίαστη κλίση. Δυο αγωνιώδη ερωτήματα: θα υπερασπιστεί ο Δον Ροντρίγκο την τιμή του πατέρα του εκδικούμενος για την προσβολή που του έγινε κινδυνεύοντας να χάσει για πάντα τη γυναίκα που αγαπά ή θα αγνοήσει το καθήκον του προς την οικογένεια για την αγάπη μιας γυναίκας στηλιτεύοντας το όνομά του;


Ο Ελ Σιντ με το άλογό του Μπαμπιέκα από γκραβούρα της Catholic Encyclopedia, έκδοση 1908


Όταν έγραφα τον Ιππόκαμπο ( βλέπε Ο Ερωτευμένος Ιππόκαμπος), εκείνο που μου ερχόταν αβίαστα στο νου ήταν η απάντηση από το πουθενά στο δίλημμα της ηρωΐδας:

-Όταν τα φώτα του μυαλού σου έχουν σβηστεί
και ψάχνεις δρόμο νά ‘βρεις στη ζωή σου,
στο δίλημμά σου δε θα σου απαντήσει ο νους,
ζήτα και βρες τις απαντήσεις στην ψυχή σου...


Kαι μου ήρθε με τρόπο απλό, σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Για να κάνουμε δηλαδή τη σωστή επιλογή ελέγχουμε τι δίνει στην ψυχή ελαφράδα, τι μας δίνει φτερά, τι σκεφτόμαστε αυθόρμητα δίχως να το ενδύσουμε με μια δεοντολογία συχνά ξένη προς τα δικά μας ζητούμενα. Και μου φαίνεται ακόμη σωστό οκτώ χρόνια μετά τη συγγραφή εκείνου του βιβλίου. Για περιπτώσεις απλές είναι ίσως η πιο φυσική ανθρώπινη επιλογή.

Ας βάλουμε όμως μέσα στο παιχνίδι μιαν ακόμη παράμετρο. Ας αντικαταστήσουμε τη λέξη «καθήκον» και «τιμή» που ηχούν ξύλινες και ενίοτε ανούσιες με τη λέξη «αγάπη».

Αγάπη του Ελ Σιντ για τον πατέρα. Και αγάπη του Ελ Σιντ για τη Σιμένη. Σε μια κοινωνία που δεν είναι πρόθυμη να κατανοήσει ή και να συγχωρήσει. Και πώς άλλωστε αυτό θα ήταν δυνατό σε μια μεσαιωνική κάστα ή ακόμη και την ίδια την κοινωνία της εποχής του Corneille, της Γαλλίας του 17ου αιώνα, όταν ακόμη και στις μέρες μας έννοιες παρόμοιες παραμένουν ακόμη ασαφείς και συγκεχυμένες. Καθήκον- τιμή και φυσική κλίση – αβίαστη ροπή. Λέμε «στο λόγο της τιμής μου» κι έχει ο λόγος αυτός βαρύτητα και κύρος. Αν λέγαμε «στο λόγο του έρωτά μου», πιθανόν και κανείς να μη μας έπαιρνε στα σοβαρά.
_________
Σημειώσεις:

[1] Βιογραφικό του Pierre Corneille στα αγγλικά εδώ

[2] Ολόκληρο το έργο Le Cid του Pierre Corneille online στα αγγλικά εδώ
[3] Το έργο Las Mocedades del Cid του Guillén de Castro y Bellvís στα ισπανικά εδώ και στα αγγλικά εδώ



© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 6 Ιουνίου 2008

buzz it!

13 σχόλια:

Dr. Feleki είπε...

Καλα μιλαμε ρεσιταλ εδωσε ο τυπος!!!! Διαβαζα την υποθεση και ηθελα να δω το εργο... Φοβερη πλοκή και πολυ καλο θέμα για "αντιπαραθεση συναισθημάτων"

Αστερόεσσα είπε...

Αγνοώ αν το έργο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Το είχα διαβάσει παλιά στο γαλλικό κείμενο. Θα το ψάξω.

Dr. Feleki είπε...

Οπως και να εχει οι αντιδρασεις στις καθε ειδους "απαγορεύσεις" ειναι πρόοδος. Οταν εκπορεύονται απο υγιή και μεγαλα μυαλά. Που δεν αποκλειεται να ειναι και το δικο σου ή το δικο μου.

Αστερόεσσα είπε...

"Απαγορεύεται το απαγορεύεται"; lol
Είδα προχτές κάποιες γελοιογραφίες σε online τεύχος της Γαλέρας.
Aρκετά πετυχημένες ως κείμενο, σκιτσογραφικά δεν κατάφεραν τα ξεφύγουν απ' το στυλ του Αρκά (τον οποίο παρεπιμπτόντως λατρεύω, αλλά δε μου αρέσουν οι μιμήσεις).

Οι υπερβάσεις γίνονται μόνο με το παρά φύσιν κατά Νίτσε, όταν δεν ακολουθείς τις παραδεδομένες νόρμες. Ποτέ με το "νορμάλ". Η ύβρις βέβαια πάντα τιμωρείται, αλλά υπάρχει και η ελπίδα της κάθαρσης, αν κάποιος ανήκει στους "καλοπληρωτές". Δυστυχώς πολλοί λίγοι πληρώνουν κάτι στην τιμή του, όλοι προσφεύγουν στα παζάρια κι έτσι χάνουμε και τη ρημάδα την υπέρβαση.

tovenito είπε...

Όταν τα φώτα του μυαλού σου έχου σβηστεί
και ψάχνεις δρόμο νά ‘βρεις στη ζωή σου,
στο δίλημμά σου δε θα σου απαντήσει ο νους,
ζήτα και βρες τις απαντήσεις στην ψυχή σου...

κόλλησα λίγο σε αυτό το σημείο. με άγγιξε. είναι τόσο ωραίο να γίνεται πάντα έτσι! κι αν οι απαντήσεις που σου δίνει η ψυχή έρχονται σε αντίθεση με αυτές που προστάζει ο νους; η λογική; δεν υπάρχει κενό; κι όσο δεν μπορείς να τα ταιριάξεις αυτά τα δύο, δεν ματαιοπονείς και αυτοκαταστρέφεσαι;

b|a|s|n\i/a είπε...

μα αυτό που ερωτευόμαστε δεν το τιμούμε; και αυτό που τιμούμε δεν το αγαπούμε; γιατί ο λόγος να ΄ναι διαφορετικός;

εδώ είμαι, λίγο πιο περίεργα ακόμα, μα εδώ, να ΄σαι καλά :)

Αστερόεσσα είπε...

@tovene592 και b|a|s|n\i/a ωραίες παράμετροι!

@tovene592, το είχα διατυπώσει έτσι γιατί το βιβλίο απευθυνόταν σε παιδιά κι έπρεπε κάποια πράγματα να γίνουν κατανοητά. Θα μπορούσε να διατυπωθεί και διαφορετικά: Δρόμος της καρδιάς (ή ψυχής) και δρόμος λογικής (καθήκοντος). Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το δίλημμα της βασιλοπούλας του παραμυθιού.
Αλλά πώς ορίζουμε την ψυχή; Φοβάμαι ότι δεν έχω πρόχειρο ορισμό κι αν αρχίσουμε φιλοσοφική κουβέντα επ' αυτού θα πρέπει να κάνουμε αναδρομή σ' ό,τι μέχρι σήμερα ειπώθηκε από στοχαστές και φιλοσόφους. Χονδρικά πάντως, προσωπικά, δε θα διαχώριζα τη νόηση από την ψυχή. Μου φαίνεται πολύ φυσιολογικό να κλίνουμε σε αυτό που ερωτευόμαστε. Δεν ορίζω τον έρωτα με τα στενά όριά του, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους κατ’ ανάγκην. Η επιθυμία για σύζευξη εννοιών είναι έρωτας. Η έλξη σου από το φως είναι έρωτας. Η έλξη από κάτι που είναι της ίδιας φύσης με σένα είναι έρωτας. Το νερό παίρνει το σχήμα του δοχείου που θα το βάλεις μέσα ή κυλάει. Είναι στη φύση του κι αυτό είναι επίσης έρωτας. Άρα, γιατί θα πρέπει να υπάρχει αυτός ο αυστηρός διαχωρισμός «νου» και «καρδιάς»; Κι ο νους αυτός είναι ο δικός μας νους ή ο νους των άλλων αδιάσπαστος με τη δική τους καρδιά και τις δικές τους επιθυμίες;

@ Και ναι, b|a|s|n\i/a
Μάλλον τιμούμε αυτό που ερωτευόμαστε. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αλλιώς δε μιλούμε για έρωτα, αλλά για αλισβερίσι νου - ψυχής με το ερωτεύσιμο, που καταντά στο τέλος εμπορεύσιμο και εκποιήσιμο.
Υ.Γ. Και cool! Άκου λίγη μουσική κι άδειασε το νου σου. Οι ήχοι είναι μέγας καταλύτης. Χαίρομαι που είσαι εδώ!

Νικόλας Παπανικολόπουλος είπε...

Το να μπορείς να μελετήσεις, κι ακόμη περισσότερο, να μεταφέρεις το βάθος μιας τέτοιας μελέτης στον αναγνώστη δίχως να τον κουράσεις, αποτελεί χάρισμα που πάντα θαύμαζα!
Υπάρχουν πάντα εκείνοι που με την ελευθερία που διακρίνει το πνεύμα τους, και την ανυπόταχτη κρίση τους, μπορούν και τολμάνε, να πάνε τα πράγματα πιο πέρα.
Οι άνθρωποι ζώντας συνήθως στην ομίχλη του αποδεχτού, μαθαίνουν παπαγαλίες συμπεριφορών, επιλέγουν σα τα πρόβατα να σταθούν ακίνητα στο θολό τοπίο, το ένα στο άλλο δίπλα. Λύκοι φυλάνε το κοπάδι και τις συνειδήσεις... Αυτή την αταραξία θανάτου, σκορπίζει φως καθάριο λίγη ελευθερία, κάποιες δομημένες σκέψεις, η ικανότητα να κρίνεις δημιουργικά, να οραματιστείς και να ανταποκριθείς όχι στις φωνές του κοπαδιού, μα στις εσωτερικές σου αλήθειες. Αυτοί είναι, πάντα, που δρόμους δείχνουν άλλους, και οδηγούν μπροστά την ανθρωπότητα, δίνοντας λίγο περισσότερο χώρο στο φως, και μικραίνοντας το σκοτάδι.

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Κατ' αρχήν ξεκινάω με μια δηλωσάρα: εγώ προτιμάω τον "ερωτευμένο ιπποπόταμο" που μόλις βρω λίγο χρόνο θα τον... ξεκοκαλίσω!

Δεύτερον: ως προς την "κωμικοτραγωδία" θέλω να πω ότι εμείς οι Ελληνάρες δεν περιμέναμε τον 17ο αιώνα να την ανακαλύψουμε! Είχαμε ήδη κάνει λόγο για "κλαυσίγελο" και "χαρμολύπη"! χεχε

Όσο για την υπόθεση του έργου, ομολογώ πως δεν με συγκινούν οι αισθηματικές ιστορίες! Αλλά απορρίπτω και την έννοια ενός "καθήκοντος" έξωθεν επιβαλλόμενου!

Καλό Σ/Κ πνευμετική μου συντρόφισσα...
Αρχίζει το φουτμπόλι σήμερα και πάω να προμηθευτώ μπιρόνια γιατί το βράδυ θα πλακώσουν τα ρεμάλια! χεχε

Αστερόεσσα είπε...

@ ανεμοσκορπίσματα, αυτό το να πηγαίνει κανείς τα πράγματα πιο πέρα ήταν κάτι που ανέκαθεν μ' ενδιέφερε. Γι' αυτό και σε κάποιες αναρτήσεις που επιδέχονται μετά κουβέντα το διαλέγεσθαι είναι για μένα πολύ πιο ουσιαστικό απ' το να έρθει κάποιος και να σου πει α, ευχαριστούμε που μας τα 'πες κάποιες φορές δε, χωρίς καν να διαβάσει την ανάρτηση ή τα σχόλια των υπολοίπων. Μπορεί να οδηγήσει και σε κάτι καλό. Υπέρβαση. lol. (Αυτή η λέξη υπέρβαση μ' έχει στοιχειώσει). Γι' αυτό έχω και σε τόση υπόληψη και τον έρωτα. Γιατί μόνο με έρωτα μπορεί κανείς να υπερβεί τα στενά του όρια και να πετάξει.

@ ασκαρδαμυκτί, δεν αντιλέγω ούτε για τον κλαυσίγελω ούτε και για τη χαρμολύπη. Αν και το 17ο αιώνα η λογιότης είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα. Φοβάμαι όμως ότι μέσα στην Τουρκοκρατία η λέξη κλαυσίγελως είχε λησμονηθεί και μόνο η χαρμολύπη ήταν πιο οικεία από την ευρεία χρήση της από την Εκκλησία.
Χθες όμως είχαμε 6 Ιουνίου και στις 6 Ιουνίου του 1606 γεννήθηκε κι ο Pierre Corneille. Kι ο Corneille μαζί με τον Μολιέρο και το Ρακίνα είναι από τις κορυφαίες μορφές του θεάτρου του 17ου αιώνα από τη Γαλλία, ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα. Η αρέσκεια ή η απαρέσκεια σ' ένα είδος λογοτεχνίας ή θεατρικού έργου είναι θέμα προσωπικής προτίμησης. Κι εμένα για παράδειγμα μου αρέσει ο Μπρεχτ και ο Ιονέσκο ή προτιμώ τον 20ο αιώνα στο θέατρο. Αλλά γιατί αυτή η εμμονή να ανεβάζουν έργα μόνο του Μολιέρου στις θεατρικές σκηνές, που ναι μεν έχουν το στοιχείο του ευφάνταστου αλλά με χαρακτήρες μονοδιάστατους (Ο Φιλάργυρος, Ο κατά Φαντασίαν Ασθενής, Ο Ταρτούφος κλπ.) κι όχι κάποιο έργο περισσότερο πολυεπίπεδο;

Αστερόεσσα είπε...

Kάποιος βέβαια θα μου απαντήσει:
"Διότι ο Μολιέρος πουλά". Μάλιστα. Πουλά και αυτός μετά θάνατον. Αλλά ο Μολιέρος τόλμησε να πει πράγματα στην εποχή του που ήταν αδιανόητα, σε σημείο που ο Λουδοβίκος ΙΔ' να γυρίσει κάποτε και να του πει "Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε".
Τον ανακαλύψαμε το Μολιέρο κι αυτόν εκ των υστέρων και έγινε μόδα. Και πουλά. Και καλά κάνει.

Αλλά ρωτάς έναν μέσο άνθρωπο: Τι γνωρίζεις για τους κλασσικούς στο θέατρο; Θα σου πει: Ξέρω τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευρυπίδη, το Σαίξπηρ, το Μολιέρο. Κι ανάθεμα κι αν έχει διαβάσει έστω και ένα έργο τους πέρα από την "Αντιγόνη" και την "Ιφιγένεια η εν Ταύροις" στο σχολείο. Άντε να έχει δει και "Μήδεια" με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, και ως προς το υπόλοιπο θέατρο, άντε να έχει δει και κανένα εύληπτο εργάκι αστικού βουλεβάρτου με πρωταγωνιστή το Χάρη Ρώμα, που όλο το πανελλήνιο παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα σ' εκείνο το "Καφέ της Χαράς" που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια φτηνή αντιγραφή και πλατειασμός του κινηματογραφικού Chocolat του Lasse Hallström.

η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα είπε...

Μας μορφώνεις... κι αναρωτιέμαι ποια είναι η αξία, γιατί στην Ελλάδα παιδεία και κόστος είναι έννοιες δυστυχώς ταυτόσημες! Χαιρομαι που σε ανακάλυψα τώρα το καλοκαίρι και θα έχω όλο το χρόνο να εντρυφήσω. Καληνύχτα μετ' υποκλίσεως!

Αστερόεσσα είπε...

@ κοπέλα με το καναρινί φόρεμα,
τώρα ανακάλυψα το σχόλιο αυτό και σ' ευχαριστώ!
Στην πραγματικότητα δικά μου ερωτήματα πάω να απαντήσω σε κάθε ανάρτηση. Χαίρομαι όταν υπάρχει αμφίδρομη σχέση. Λιγότερη νοητική μοναξιά, κάποιος απαντά, μια παράμετρος ακόμη... ε, κάπου να σε πηγαίνει lol