Η πρακτική στην καταγραφή ήταν να περιγράφουμε με λεπτομέρειες το αντικείμενο, έως και να του κάνουμε λογιστική αποτίμηση, π.χ. πώς είναι ακριβώς, πόσες αποκρούσεις φέρει, αν είναι συγκολλημένο από θραύσματα, πόσα είναι τα θραύσματα αυτά, ύψος, διάμετρος κ.ο.κ.
Επειδή η προϊσταμένη μου ήταν ολίγον παράξενη, και δεν πολυτολμούσαμε να βήξουμε χωρίς να τη ρωτήσουμε πρώτα, ζήτησα οδηγίες στο πόσο λεπτομερής οφείλω να είμαι καταγράφοντας όργανα...
«Κοιτάξτε, Λένα», μου λέει (της άρεσε αυτή η εκ της γαλλικής μείξη χαϊδευτικού ονόματος και πληθυντικού), «ας γράψετε μόνο τα απαραίτητα, μην αναφέρετε και πολλές λεπτομέρειες, θεωρώ ότι κάτι συνοπτικό αρκεί»
Έγραφα λοιπόν «Πήλινος ακέραιος φαλλός, κατάτι αποκεκρουμένος στην κορυφή» (!) ή «λίθινος φαλλός σωζόμενος κατά το ήμισυ, ελαφρώς αποκεκρουμένος» και μετά προχωρούσα στις διαστάσεις.
Eν τω μεταξύ οι συνάδερφοι μου κάνανε πλάκα:
«Σου θυμίζει κάτι ή μπα;» ή
«Όταν του παίρνεις τις διαστάσεις, κοίτα να μην το χουφτώνεις πρώτα, γιατί μπορεί να μεγαλώσει» κι άλλα παρόμοια.
Παρεμφερή σχόλια παρουσίαζαν ιδαίτερη άνθιση κι ένας λόγος παραπάνω, ότι καθάριζα εκείνο το φεγγάρι τον πάγκο που δούλευα με οινόπνευμα τουλάχιστον 5 φορές μέσα στις εργάσιμες ώρες, τα πάντα πάνω στο γραφείο μου ήταν τοποθετημένα με σχολαστική τάξη κι επιπλέον με είχε πιάσει μια μανία να τοποθετώ με ταμπελίτσες ό,τι περιείχε η τσάντα μου μέσα σε πλαστικά σακουλάκια διαφανή... Σ’ όλα αυτά και μια υποχονδρία να τρέχω στους γιατρούς και να μετράω ό,τι μου κατέβαινε στην κεφάλα: χοληστερίνη, ζάχαρο, πίεση, θυρορμόνες, ουρικό οξύ... Απαραίτητες φυσικά και οι επισκέψεις σε γυναικολόγους, για να φτιάξω το απαυτό μου του κουτιού σαν καινούργιο (χωρίς όμως αυτό να περιλαμβάνει και οποιαδήποτε σκέψη μελλοντικής του χρήσης στο μέλλον). Η πρόθεσις της ποιήτριας ήταν «φτιάξτο σαν καινούργιο, και μην το τσαλακώνεις, για να ‘χεις να το καμαρώνεις!».
H θεά των όφεων, ΜΜ ΙΙΙ, (περί το 1600 π.Χ) από φαγεντιανή. Ύψος: 0.343 μ. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
***
Το καλοκαίρι πέρασε κι ήρθε ο Σεπτέμβρης. Τότε ρίχνει η Γιάννα την ιδέα να πάμε καμιά βδομάδα Χανιά. Κοντά στ' άλλα, άρχισε να μου χτυπάει στα νεύρα το πολύ «πνεύμα και ηθική», φαλλός εδώ, φαλλός εκεί, φαλλός και παραπέρα, άρχισα να ονειρεύομαι απ’ το πουθενά ιπτάμενα πουτσάκια να μου γνέφουν στο παράθυρο και να μου κλείνουν το μάτι, κι άρχισα να παραλογίζομαι...
Τακτοποιηθήκαμε σε δωμάτιο κι αρχίσαμε τις αυτοκινητότσαρκες με τις απαραίτητες στάσεις για ντάκους, ρακές, χοχλιούς, σταμναγκάθια και πάσης λογής κοψίδια και κάναμε παρέα με το Σήφη και τη Χρύσα, που ήταν τότε οκτώ μηνών έγκυος, ψυχολόγοι κι οι δυο τους με γραφείο στα Χανιά. Και να κάτι στάκες ξεγυρισμένες στο Θέρισσο και δώστου και κρασιά, και πήτες παραγεμιστές με αρνί ψητό και ομελέτες με τηγανητές πατάτες μέσα, πάχους ίσαμε δέκα πόντους. Οι μερίδες μεγάλες, κάποια στιγμή το σχολίασα «μα όλα μεγάλα τα έχουν πια εδώ πέρα;» και να και να σκουντιώνται και να κλείνουν το μάτι, και να και να με σκουντάνε...
Ο Σήφης φώναζε τη Χρύσα χαϊδευτικά «μπόμπα» και πιάσανε κι οι δυο τους να με ψυχαναλύουνε, πώς και γιατί μια νέα κοπέλα σαν τα κρύα νερά αντί για τη χοληστερίνη της δεν κοιτάζει να εξετάσει τίποτε άλλο κι ήταν κι οι δυο τους σκανδαλωδώς απασχολημένοι με τις ακολασίες τους.
Κάποια στιγμή οι δυο φιλενάδες, Χρύσα και Γιάννα, ξεμοναχιαστήκανε κι η Χρύσα, ζηλιάρα του κερατά, άρχισε να λέει στην άλλη τον πόνο της και την ανησυχία της.
Το βράδυ η Γιάννα ορμήνευε το Σήφη:
«Μα καλά, χριστιανέ μου, μην το παραξηλώνεις κι εσύ, την αλλάλιασες την κοπέλλα»
«Α, τη μπομπίτσα;» κάγχαζε εκείνος. «Μη δίνεις βάση, έτσι είναι λόγω του επ' απειλούμενου της πούτσης μου»
«Κοίτα, βλαμμένη, να βρεις κάνα άντρα της προκοπής», έλεγε με νόημα η Γιάννα στην αφεντιά μου, «γιατί καλά και τα φλάουτα, αλλά ομοίως καλά και τα κλαρίνα»
Κι άρχισα κι εγώ να ονειρεύομαι έναν αψηλό, χλωμό, μελαχροινό νέο, αλλά δεν κόταγα να κάνω κι αναφορές, γιατί μ' έκοβε σαν τον Αυλωνίτη από τους «γαμπρούς της Ευτυχίας» μ’ ένα «Α, στο διάλο μωρή, δεν υπάρχουν τέτοιοι!»
Έλα όμως που έκανε λάθος... Ένα μεσημέρι καταλήξαμε σε μια ταβέρνα στη Χώρα των Σφακίων και πηγαίνοντας προς νερού μου είδα τη φωτογραφία:
Αψηλός, λιγνός, μελαχροινός, γαλανομάτης, ντεληκανής, ένας θεός με κρητική βράκα να κάνει με το χέρι του αντήλιο και να θωρεί αγέρωχα ένα λιβάδι μπρος του.
«Η φωτογραφία είναι προσώπου πραγματικού;», ρωτώ το γιο του ταβερνιάρη.
«Ναι», μου γνέφει εκείνος.
«Την πουλάτε;», τον ματαρωτώ.
«Ε, όχι και να πουλήσουμε τη φωτογραφία του παππού!», πετιέται από μέσα η ταβερνιάρισσα κι όλες μου οι ελπίδες καταρρακώθηκαν ξαφνικά...
Vejen, Σάββατο 9 Ιουνίου 2007
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Λυράρης ή Λήμνιος Κεχαγιάς, Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη
«...Φαντάζεται έναν χορευτή
με τη μαθιά πολεμιστή
πάνω στα κάστρα
να ‘χει ξεκούμπωμα βαθύ
και με τ’ αστραφτερό σπαθί
να ξεχωρίζει τ’ άστρα...»
Χαΐνηδες, Το πουκάμισο του χορευτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου